EL.png εμποδίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εμποδίζω
  • εμποδίζεις
  • εμποδίζει
  • εμποδίζουμε
  • εμποδίζετε
  • εμποδίζουν

Υποτακτική

  • νά εμποδίζω
  • νά εμποδίζεις
  • νά εμποδίζει
  • νά εμποδίζουμε
  • νά εμποδίζετε
  • νά εμποδίζουν
 

Προστακτική

  • εμπόδιζε
  • εμποδίζετε

Μετοχή

  • εμποδίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • εμπόδιζα
  • εμπόδιζες
  • εμπόδιζε
  • εμποδίζαμε
  • εμποδίζατε
  • εμπόδιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά εμποδίζω
  • θά εμποδίζεις
  • θά εμποδίζει
  • θά εμποδίζουμε
  • θά εμποδίζετε
  • θά εμποδίζουν

Στιγμιαίος

  • θά εμποδίσω
  • θά εμποδίσεις
  • θά εμποδίσει
  • θά εμποδίσουμε
  • θά εμποδίσετε
  • θά εμποδίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εμπόδισα
  • εμπόδισες
  • εμπόδισε
  • εμποδίσαμε
  • εμποδίσατε
  • εμπόδισαν

Υποτακτική

  • νά εμποδίσω
  • νά εμποδίσεις
  • νά εμποδίσει
  • νά εμποδίσουμε
  • νά εμποδίσετε
  • νά εμποδίσουν
 

Προστακτική

  • εμπόδισε
  • εμποδίστε

Απαρέμφατο

  • εμποδίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω εμποδίσει
  • έχεις εμποδίσει
  • έχει εμποδίσει
  • έχουμε εμποδίσει
  • έχετε εμποδίσει
  • έχουν εμποδίσει

Υποτακτική

  • νά έχω εμποδίσει
  • νά έχεις εμποδίσει
  • νά έχει εμποδίσει
  • νά έχουμε εμποδίσει
  • νά έχετε εμποδίσει
  • νά έχουν εμποδίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα εμποδίσει
  • είχες εμποδίσει
  • είχε εμποδίσει
  • είχαμε εμποδίσει
  • είχατε εμποδίσει
  • είχαν εμποδίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω εμποδίσει
  • θά έχεις εμποδίσει
  • θά έχει εμποδίσει
  • θά έχουμε εμποδίσει
  • θά έχετε εμποδίσει
  • θά έχουν εμποδίσει