EL.png ξεκουράζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ξεκουράζω
  • ξεκουράζεις
  • ξεκουράζει
  • ξεκουράζουμε
  • ξεκουράζετε
  • ξεκουράζουν

Υποτακτική

  • νά ξεκουράζω
  • νά ξεκουράζεις
  • νά ξεκουράζει
  • νά ξεκουράζουμε
  • νά ξεκουράζετε
  • νά ξεκουράζουν
 

Προστακτική

  • ξεκούραζε
  • ξεκουράζετε

Μετοχή

  • ξεκουράζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ξεκούραζα
  • ξεκούραζες
  • ξεκούραζε
  • ξεκουράζαμε
  • ξεκουράζατε
  • ξεκούραζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ξεκουράζω
  • θά ξεκουράζεις
  • θά ξεκουράζει
  • θά ξεκουράζουμε
  • θά ξεκουράζετε
  • θά ξεκουράζουν

Στιγμιαίος

  • θά ξεκουράσω
  • θά ξεκουράσεις
  • θά ξεκουράσει
  • θά ξεκουράσουμε
  • θά ξεκουράσετε
  • θά ξεκουράσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ξεκούρασα
  • ξεκουράσες
  • ξεκουράσε
  • ξεκουράσαμε
  • ξεκουράσατε
  • ξεκούρασαν

Υποτακτική

  • νά ξεκουράσω
  • νά ξεκουράσεις
  • νά ξεκουράσει
  • νά ξεκουράσουμε
  • νά ξεκουράσετε
  • νά ξεκουράσουν
 

Προστακτική

  • ξεκούρασε
  • ξεκουράστε

Απαρέμφατο

  • ξεκουράσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ξεκουράσει
  • έχεις ξεκουράσει
  • έχει ξεκουράσει
  • έχουμε ξεκουράσει
  • έχετε ξεκουράσει
  • έχουν ξεκουράσει

Υποτακτική

  • νά έχω ξεκουράσει
  • νά έχεις ξεκουράσει
  • νά έχει ξεκουράσει
  • νά έχουμε ξεκουράσει
  • νά έχετε ξεκουράσει
  • νά έχουν ξεκουράσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ξεκουράσει
  • είχες ξεκουράσει
  • είχε ξεκουράσει
  • είχαμε ξεκουράσει
  • είχατε ξεκουράσει
  • είχαν ξεκουράσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ξεκουράσει
  • θά έχεις ξεκουράσει
  • θά έχει ξεκουράσει
  • θά έχουμε ξεκουράσει
  • θά έχετε ξεκουράσει
  • θά έχουν ξεκουράσει