ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ξεκουράζω
- ξεκουράζεις
- ξεκουράζει
- ξεκουράζουμε
- ξεκουράζετε
- ξεκουράζουν
Υποτακτική
- νά ξεκουράζω
- νά ξεκουράζεις
- νά ξεκουράζει
- νά ξεκουράζουμε
- νά ξεκουράζετε
- νά ξεκουράζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ξεκούραζα
- ξεκούραζες
- ξεκούραζε
- ξεκουράζαμε
- ξεκουράζατε
- ξεκούραζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ξεκουράζω
- θά ξεκουράζεις
- θά ξεκουράζει
- θά ξεκουράζουμε
- θά ξεκουράζετε
- θά ξεκουράζουν
Στιγμιαίος
- θά ξεκουράσω
- θά ξεκουράσεις
- θά ξεκουράσει
- θά ξεκουράσουμε
- θά ξεκουράσετε
- θά ξεκουράσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ξεκούρασα
- ξεκουράσες
- ξεκουράσε
- ξεκουράσαμε
- ξεκουράσατε
- ξεκούρασαν
Υποτακτική
- νά ξεκουράσω
- νά ξεκουράσεις
- νά ξεκουράσει
- νά ξεκουράσουμε
- νά ξεκουράσετε
- νά ξεκουράσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ξεκουράσει
- έχεις ξεκουράσει
- έχει ξεκουράσει
- έχουμε ξεκουράσει
- έχετε ξεκουράσει
- έχουν ξεκουράσει
Υποτακτική
- νά έχω ξεκουράσει
- νά έχεις ξεκουράσει
- νά έχει ξεκουράσει
- νά έχουμε ξεκουράσει
- νά έχετε ξεκουράσει
- νά έχουν ξεκουράσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ξεκουράσει
- είχες ξεκουράσει
- είχε ξεκουράσει
- είχαμε ξεκουράσει
- είχατε ξεκουράσει
- είχαν ξεκουράσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ξεκουράσει
- θά έχεις ξεκουράσει
- θά έχει ξεκουράσει
- θά έχουμε ξεκουράσει
- θά έχετε ξεκουράσει
- θά έχουν ξεκουράσει