EL.png παραμελώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • παραμελώ
  • παραμελείς
  • παραμελεί
  • παραμελούμε
  • παραμελείτε
  • παραμελούν

Υποτακτική

  • νά παραμελώ
  • νά παραμελείς
  • νά παραμελεί
  • νά παραμελούμε
  • νά παραμελείτε
  • νά παραμελούν
 

Προστακτική

  • παραμέla
  • παραμελείτε

Μετοχή

  • παραμελώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • παραμελούσα
  • παραμελούσες
  • παραμελούσε
  • παραμελούσαμε
  • παραμελούσατε
  • παραμελούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά παραμελώ
  • θά παραμελείς
  • θά παραμελεί
  • θά παραμελούμε
  • θά παραμελείτε
  • θά παραμελούν

Στιγμιαίος

  • θά παραμελήσω
  • θά παραμελήσεις
  • θά παραμελήσει
  • θά παραμελήσουμε
  • θά παραμελήσετε
  • θά παραμελήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • παραμέλησα
  • παραμέλησες
  • παραμέλησε
  • παραμελήσαμε
  • παραμελήσατε
  • παραμέλησαν

Υποτακτική

  • νά παραμελήσω
  • νά παραμελήσεις
  • νά παραμελήσει
  • νά παραμελήσουμε
  • νά παραμελήσετε
  • νά παραμελήσουν
 

Προστακτική

  • παραμέλησε
  • παραμελήστε

Απαρέμφατο

  • παραμελήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω παραμελήσει
  • έχεις παραμελήσει
  • έχει παραμελήσει
  • έχουμε παραμελήσει
  • έχετε παραμελήσει
  • έχουν παραμελήσει

Υποτακτική

  • νά έχω παραμελήσει
  • νά έχεις παραμελήσει
  • νά έχει παραμελήσει
  • νά έχουμε παραμελήσει
  • νά έχετε παραμελήσει
  • νά έχουν παραμελήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα παραμελήσει
  • είχες παραμελήσει
  • είχε παραμελήσει
  • είχαμε παραμελήσει
  • είχατε παραμελήσει
  • είχαν παραμελήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω παραμελήσει
  • νά έχεις παραμελήσει
  • νά έχει παραμελήσει
  • νά έχουμε παραμελήσει
  • νά έχετε παραμελήσει
  • νά έχουν παραμελήσει