ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- σκλαβώνω
- σκλαβώνεις
- σκλαβώνει
- σκλαβώνουμε
- σκλαβώνετε
- σκλαβώνουν
Υποτακτική
- νά σκλαβώνω
- νά σκλαβώνεις
- νά σκλαβώνει
- νά σκλαβώνουμε
- νά σκλαβώνετε
- νά σκλαβώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- σκλάβωνα
- σκλάβωνες
- σκλάβωνε
- σκλαβώναμε
- σκλαβώνατε
- σκλάβωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά σκλαβώνω
- θά σκλαβώνεις
- θά σκλαβώνει
- θά σκλαβώνουμε
- θά σκλαβώνετε
- θά σκλαβώνουν
Στιγμιαίος
- θά σκλαβώσω
- θά σκλαβώσεις
- θά σκλαβώσει
- θά σκλαβώσουμε
- θά σκλαβώσετε
- θά σκλαβώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- σκλάβωσα
- σκλάβωσες
- σκλάβωσε
- σκλαβώσαμε
- σκλαβώσατε
- σκλάβωσαν
Υποτακτική
- νά σκλαβώσω
- νά σκλαβώσεις
- νά σκλαβώσει
- νά σκλαβώσουμε
- νά σκλαβώσετε
- νά σκλαβώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω σκλαβώσει
- έχεις σκλαβώσει
- έχει σκλαβώσει
- έχουμε σκλαβώσει
- έχετε σκλαβώσει
- έχουν σκλαβώσει
Υποτακτική
- νά έχω σκλαβώσει
- νά έχεις σκλαβώσει
- νά έχει σκλαβώσει
- νά έχουμε σκλαβώσει
- νά έχετε σκλαβώσει
- νά έχουν σκλαβώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα σκλαβώσει
- είχες σκλαβώσει
- είχε σκλαβώσει
- είχαμε σκλαβώσει
- είχατε σκλαβώσει
- είχαν σκλαβώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω σκλαβώσει
- θά έχεις σκλαβώσει
- θά έχει σκλαβώσει
- θά έχουμε σκλαβώσει
- θά έχετε σκλαβώσει
- θά έχουν σκλαβώσει