EL.png παραμυθιάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • παραμυθιάζω
  • παραμυθιάζεις
  • παραμυθιάζει
  • παραμυθιάζουμε
  • παραμυθιάζετε
  • παραμυθιάζουν

Υποτακτική

  • νά παραμυθιάζω
  • νά παραμυθιάζεις
  • νά παραμυθιάζει
  • νά παραμυθιάζουμε
  • νά παραμυθιάζετε
  • νά παραμυθιάζουν
 

Προστακτική

  • παραμύθιαζε
  • παραμυθιάζετε

Μετοχή

  • παραμυθιάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • παραμύθιαζα
  • παραμύθιαζες
  • παραμύθιαζε
  • παραμυθιάζαμε
  • παραμυθιάζατε
  • παραμύθιαζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά παραμυθιάζω
  • θά παραμυθιάζεις
  • θά παραμυθιάζει
  • θά παραμυθιάζουμε
  • θά παραμυθιάζετε
  • θά παραμυθιάζουν

Στιγμιαίος

  • θά παραμυθιάσω
  • θά παραμυθιάσεις
  • θά παραμυθιάσει
  • θά παραμυθιάσουμε
  • θά παραμυθιάσετε
  • θά παραμυθιάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • παραμύθιασα
  • παραμύθιασες
  • παραμύθιασε
  • παραμυθιάσαμε
  • παραμυθιάσατε
  • παραμύθιασαν

Υποτακτική

  • νά παραμυθιάσω
  • νά παραμυθιάσεις
  • νά παραμυθιάσει
  • νά παραμυθιάσουμε
  • νά παραμυθιάσετε
  • νά παραμυθιάσουν
 

Προστακτική

  • παραμύθιασε
  • παραμυθιάστε

Απαρέμφατο

  • παραμυθιάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω παραμυθιάσει
  • έχεις παραμυθιάσει
  • έχει παραμυθιάσει
  • έχουμε παραμυθιάσει
  • έχετε παραμυθιάσει
  • έχουν παραμυθιάσει

Υποτακτική

  • νά έχω παραμυθιάσει
  • νά έχεις παραμυθιάσει
  • νά έχει παραμυθιάσει
  • νά έχουμε παραμυθιάσει
  • νά έχετε παραμυθιάσει
  • νά έχουν παραμυθιάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα παραμυθιάσει
  • είχες παραμυθιάσει
  • είχε παραμυθιάσει
  • είχαμε παραμυθιάσει
  • είχατε παραμυθιάσει
  • είχαν παραμυθιάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω παραμυθιάσει
  • θά έχεις παραμυθιάσει
  • θά έχει παραμυθιάσει
  • θά έχουμε παραμυθιάσει
  • θά έχετε παραμυθιάσει
  • θά έχουν παραμυθιάσει