EL.png αρκούμαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αρκούμαι
  • αρκείσαι
  • αρκείται
  • αρκούμαστε
  • αρκείστε
  • αρκούνται

Υποτακτική

  • νά αρκούμαι
  • νά αρκείσαι
  • νά αρκείται
  • νά αρκούμαστε
  • νά αρκείστε
  • νά αρκούνται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • αρκούμουν
  • αρκούσουν
  • αρκούταν
  • αρκούμαστε
  • αρκούσαστε
  • αρκούνταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αρκούμαι
  • θά αρκείσαι
  • θά αρκείται
  • θά αρκούμαστε
  • θά αρκείστε
  • θά αρκούνται

Στιγμιαίος

  • θά αρκεσθώ
  • θά αρκεσθείς
  • θά αρκεσθεί
  • θά αρκεσθούμε
  • θά αρκεσθείτε
  • θά αρκεσθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • αρκέσθηκα
  • αρκέσθηκες
  • αρκέσθηκε
  • αρκεσθήκαμε
  • αρκεσθήκατε
  • αρκέσθηκαν

Υποτακτική

  • νά αρκεσθώ
  • νά αρκεσθείς
  • νά αρκεσθεί
  • νά αρκεσθούμε
  • νά αρκεσθείτε
  • νά αρκεσθούν
 

Προστακτική

  • αρκέσου
  • αρκεσθείτε

Απαρέμφατο

  • αρκεσθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αρκεσθεί
  • έχεις αρκεσθεί
  • έχει αρκεσθεί
  • έχουμε αρκεσθεί
  • έχετε αρκεσθεί
  • έχουν αρκεσθεί

Υποτακτική

  • νά έχω αρκεσθεί
  • νά έχεις αρκεσθεί
  • νά έχει αρκεσθεί
  • νά έχουμε αρκεσθεί
  • νά έχετε αρκεσθεί
  • νά έχουν αρκεσθεί
 

Μετοχή

  • αρκεσμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αρκεσθεί
  • είχες αρκεσθεί
  • είχε αρκεσθεί
  • είχαμε αρκεσθεί
  • είχατε αρκεσθεί
  • είχαν αρκεσθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω αρκεσθεί
  • θά έχεις αρκεσθεί
  • θά έχει αρκεσθεί
  • θά έχουμε αρκεσθεί
  • θά έχετε αρκεσθεί
  • θά έχουν αρκεσθεί