EL.png καταδίδω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • καταδίδω
  • καταδίδεις
  • καταδίδει
  • καταδίδουμε
  • καταδίδετε
  • καταδίδουν

Υποτακτική

  • νά καταδίδω
  • νά καταδίδεις
  • νά καταδίδει
  • νά καταδίδουμε
  • νά καταδίδετε
  • νά καταδίδουν
 

Προστακτική

  • κατάδιδε
  • καταδίδετε

Μετοχή

  • καταδίδοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κατέδιδα
  • κατέδιδες
  • κατέδιδε
  • καταδίδαμε
  • καταδίδατε
  • κατέδιδαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά καταδίδω
  • θά καταδίδεις
  • θά καταδίδει
  • θά καταδίδουμε
  • θά καταδίδετε
  • θά καταδίδουν

Στιγμιαίος

  • θά καταδώσω
  • θά καταδώσεις
  • θά καταδώσει
  • θά καταδώσουμε
  • θά καταδώσετε
  • θά καταδώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κατέδωσα
  • κατέδωσες
  • κατέδωσε
  • καταδώσαμε
  • καταδώσατε
  • κατέδωσαν

Υποτακτική

  • νά καταδώσω
  • νά καταδώσεις
  • νά καταδώσει
  • νά καταδώσουμε
  • νά καταδώσετε
  • νά καταδώσουν
 

Προστακτική

  • κατέδωσε
  • καταδώστε

Απαρέμφατο

  • καταδώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω καταδώσει
  • έχεις καταδώσει
  • έχει καταδώσει
  • έχουμε καταδώσει
  • έχετε καταδώσει
  • έχουν καταδώσει

Υποτακτική

  • νά έχω καταδώσει
  • νά έχεις καταδώσει
  • νά έχει καταδώσει
  • νά έχουμε καταδώσει
  • νά έχετε καταδώσει
  • νά έχουν καταδώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα καταδώσει
  • είχες καταδώσει
  • είχε καταδώσει
  • είχαμε καταδώσει
  • είχατε καταδώσει
  • είχαν καταδώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω καταδώσει
  • θά έχεις καταδώσει
  • θά έχει καταδώσει
  • θά έχουμε καταδώσει
  • θά έχετε καταδώσει
  • θά έχουν καταδώσει