EL.png σπαταλώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • σπαταλώ
  • σπαταλάς
  • σπαταλά
  • σπαταλούμε
  • σπαταλάτε
  • σπαταλούν

Υποτακτική

  • νά σπαταλώ
  • νά σπαταλάς
  • νά σπαταλά
  • νά σπαταλούμε
  • νά σπαταλάτε
  • νά σπαταλούν
 

Προστακτική

  • σπατάλα
  • σπαταλάτε

Μετοχή

  • σπαταλώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • σπαταλούσα
  • σπαταλούσες
  • σπαταλούσε
  • σπαταλούσαμε
  • σπαταλούσατε
  • σπαταλούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά σπαταλώ
  • θά σπαταλάς
  • θά σπαταλά
  • θά σπαταλούμε
  • θά σπαταλάτε
  • θά σπαταλούν

Στιγμιαίος

  • θά σπαταλήσω
  • θά σπαταλήσεις
  • θά σπαταλήσει
  • θά σπαταλήσουμε
  • θά σπαταλήσετε
  • θά σπαταλήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • σπατάλησα
  • σπατάλησες
  • σπατάλησε
  • σπαταλήσαμε
  • σπαταλήσατε
  • σπατάλησαν

Υποτακτική

  • νά σπαταλήσω
  • νά σπαταλήσεις
  • νά σπαταλήσει
  • νά σπαταλήσουμε
  • νά σπαταλήσετε
  • νά σπαταλήσουν
 

Προστακτική

  • σπατάλησε
  • σπαταλήστε

Απαρέμφατο

  • σπαταλήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω σπαταλήσει
  • έχεις σπαταλήσει
  • έχει σπαταλήσει
  • έχουμε σπαταλήσει
  • έχετε σπαταλήσει
  • έχουν σπαταλήσει

Υποτακτική

  • νά έχω σπαταλήσει
  • νά έχεις σπαταλήσει
  • νά έχει σπαταλήσει
  • νά έχουμε σπαταλήσει
  • νά έχετε σπαταλήσει
  • νά έχουν σπαταλήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα σπαταλήσει
  • είχες σπαταλήσει
  • είχε σπαταλήσει
  • είχαμε σπαταλήσει
  • είχατε σπαταλήσει
  • είχαν σπαταλήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω σπαταλήσει
  • νά έχεις σπαταλήσει
  • νά έχει σπαταλήσει
  • νά έχουμε σπαταλήσει
  • νά έχετε σπαταλήσει
  • νά έχουν σπαταλήσει