ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- χαϊδεύω
- χαϊδεύεις
- χαϊδεύει
- χαϊδεύουμε
- χαϊδεύετε
- χαϊδεύουν
Υποτακτική
- νά χαϊδεύω
- νά χαϊδεύεις
- νά χαϊδεύει
- νά χαϊδεύουμε
- νά χαϊδεύετε
- νά χαϊδεύουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- χάϊδευα
- χάϊδευες
- χάϊδευε
- χαϊδεύαμε
- χαϊδεύατε
- χάϊδευαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά χαϊδεύω
- θά χαϊδεύεις
- θά χαϊδεύει
- θά χαϊδεύουμε
- θά χαϊδεύετε
- θά χαϊδεύουν
Στιγμιαίος
- θά χαϊδεύσω
- θά χαϊδεύσεις
- θά χαϊδεύσει
- θά χαϊδεύσουμε
- θά χαϊδεύσετε
- θά χαϊδεύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- χάϊδευσα
- χάϊδευσες
- χάϊδευσε
- χαϊδεύσαμε
- χαϊδεύσατε
- χάϊδευσαν
Υποτακτική
- νά χαϊδεύσω
- νά χαϊδεύσεις
- νά χαϊδεύσει
- νά χαϊδεύσουμε
- νά χαϊδεύσετε
- νά χαϊδεύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω χαϊδεύσει
- έχεις χαϊδεύσει
- έχει χαϊδεύσει
- έχουμε χαϊδεύσει
- έχετε χαϊδεύσει
- έχουν χαϊδεύσει
Υποτακτική
- νά έχω χαϊδεύσει
- νά έχεις χαϊδεύσει
- νά έχει χαϊδεύσει
- νά έχουμε χαϊδεύσει
- νά έχετε χαϊδεύσει
- νά έχουν χαϊδεύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα χαϊδεύσει
- είχες χαϊδεύσει
- είχε χαϊδεύσει
- είχαμε χαϊδεύσει
- είχατε χαϊδεύσει
- είχαν χαϊδεύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω χαϊδεύσει
- θά έχεις χαϊδεύσει
- θά έχει χαϊδεύσει
- θά έχουμε χαϊδεύσει
- θά έχετε χαϊδεύσει
- θά έχουν χαϊδεύσει