EL.png ξεσηκώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ξεσηκώνω
  • ξεσηκώνεις
  • ξεσηκώνει
  • ξεσηκώνουμε
  • ξεσηκώνετε
  • ξεσηκώνουν

Υποτακτική

  • νά ξεσηκώνω
  • νά ξεσηκώνεις
  • νά ξεσηκώνει
  • νά ξεσηκώνουμε
  • νά ξεσηκώνετε
  • νά ξεσηκώνουν
 

Προστακτική

  • ξεσήκωνε
  • ξεσηκώνετε

Μετοχή

  • ξεσηκώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ξεσήκωνα
  • ξεσήκωνες
  • ξεσήκωνε
  • ξεσηκώναμε
  • ξεσηκώνατε
  • ξεσήκωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ξεσηκώνω
  • θά ξεσηκώνεις
  • θά ξεσηκώνει
  • θά ξεσηκώνουμε
  • θά ξεσηκώνετε
  • θά ξεσηκώνουν

Στιγμιαίος

  • θά ξεσηκώσω
  • θά ξεσηκώσεις
  • θά ξεσηκώσει
  • θά ξεσηκώσουμε
  • θά ξεσηκώσετε
  • θά ξεσηκώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ξεσήκωσα
  • ξεσήκωσες
  • ξεσήκωσε
  • ξεσηκώσαμε
  • ξεσηκώσατε
  • ξεσήκωσαν

Υποτακτική

  • νά ξεσηκώσω
  • νά ξεσηκώσεις
  • νά ξεσηκώσει
  • νά ξεσηκώσουμε
  • νά ξεσηκώσετε
  • νά ξεσηκώσουν
 

Προστακτική

  • ξεσήκωσε
  • ξεσηκώστε

Απαρέμφατο

  • ξεσηκώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ξεσηκώσει
  • έχεις ξεσηκώσει
  • έχει ξεσηκώσει
  • έχουμε ξεσηκώσει
  • έχετε ξεσηκώσει
  • έχουν ξεσηκώσει

Υποτακτική

  • νά έχω ξεσηκώσει
  • νά έχεις ξεσηκώσει
  • νά έχει ξεσηκώσει
  • νά έχουμε ξεσηκώσει
  • νά έχετε ξεσηκώσει
  • νά έχουν ξεσηκώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ξεσηκώσει
  • είχες ξεσηκώσει
  • είχε ξεσηκώσει
  • είχαμε ξεσηκώσει
  • είχατε ξεσηκώσει
  • είχαν ξεσηκώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ξεσηκώσει
  • θά έχεις ξεσηκώσει
  • θά έχει ξεσηκώσει
  • θά έχουμε ξεσηκώσει
  • θά έχετε ξεσηκώσει
  • θά έχουν ξεσηκώσει