EL.png επαναστατώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • επαναστατώ
  • επαναστατείς
  • επαναστατεί
  • επαναστατούμε
  • επαναστατείτε
  • επαναστατούν

Υποτακτική

  • νά επαναστατώ
  • νά επαναστατείς
  • νά επαναστατεί
  • νά επαναστατούμε
  • νά επαναστατείτε
  • νά επαναστατούν
 

Προστακτική

  • επαναστάτα
  • επαναστατείτε

Μετοχή

  • επαναστατώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • επαναστατούσα
  • επαναστατούσες
  • επαναστατούσε
  • επαναστατούσαμε
  • επαναστατούσατε
  • επαναστατούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά επαναστατώ
  • θά επαναστατείς
  • θά επαναστατεί
  • θά επαναστατούμε
  • θά επαναστατείτε
  • θά επαναστατούν

Στιγμιαίος

  • θά επαναστατήσω
  • θά επαναστατήσεις
  • θά επαναστατήσει
  • θά επαναστατήσουμε
  • θά επαναστατήσετε
  • θά επαναστατήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • επαναστάτησα
  • επαναστάτησες
  • επαναστάτησε
  • επαναστατήσαμε
  • επαναστατήσατε
  • επαναστάτησαν

Υποτακτική

  • νά επαναστατήσω
  • νά επαναστατήσεις
  • νά επαναστατήσει
  • νά επαναστατήσουμε
  • νά επαναστατήσετε
  • νά επαναστατήσουν
 

Προστακτική

  • επαναστάτησε
  • επαναστατήστε

Απαρέμφατο

  • επαναστατήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω επαναστατήσει
  • έχεις επαναστατήσει
  • έχει επαναστατήσει
  • έχουμε επαναστατήσει
  • έχετε επαναστατήσει
  • έχουν επαναστατήσει

Υποτακτική

  • νά έχω επαναστατήσει
  • νά έχεις επαναστατήσει
  • νά έχει επαναστατήσει
  • νά έχουμε επαναστατήσει
  • νά έχετε επαναστατήσει
  • νά έχουν επαναστατήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα επαναστατήσει
  • είχες επαναστατήσει
  • είχε επαναστατήσει
  • είχαμε επαναστατήσει
  • είχατε επαναστατήσει
  • είχαν επαναστατήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω επαναστατήσει
  • νά έχεις επαναστατήσει
  • νά έχει επαναστατήσει
  • νά έχουμε επαναστατήσει
  • νά έχετε επαναστατήσει
  • νά έχουν επαναστατήσει