EL.png παρενοχλώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • παρενοχλώ
  • παρενοχλείς
  • παρενοχλεί
  • παρενοχλούμε
  • παρενοχλείτε
  • παρενοχλούν

Υποτακτική

  • νά παρενοχλώ
  • νά παρενοχλείς
  • νά παρενοχλεί
  • νά παρενοχλούμε
  • νά παρενοχλείτε
  • νά παρενοχλούν
 

Προστακτική

  • παρενόχλα
  • παρενοχλείτε

Μετοχή

  • παρενοχλώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • παρενοχλούσα
  • παρενοχλούσες
  • παρενοχλούσε
  • παρενοχλούσαμε
  • παρενοχλούσατε
  • παρενοχλούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά παρενοχλώ
  • θά παρενοχλείς
  • θά παρενοχλεί
  • θά παρενοχλούμε
  • θά παρενοχλείτε
  • θά παρενοχλούν

Στιγμιαίος

  • θά παρενοχλήσω
  • θά παρενοχλήσεις
  • θά παρενοχλήσει
  • θά παρενοχλήσουμε
  • θά παρενοχλήσετε
  • θά παρενοχλήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • παρενόχλησα
  • παρενόχλησες
  • παρενόχλησε
  • παρενοχλήσαμε
  • παρενοχλήσατε
  • παρενόχλησαν

Υποτακτική

  • νά παρενοχλήσω
  • νά παρενοχλήσεις
  • νά παρενοχλήσει
  • νά παρενοχλήσουμε
  • νά παρενοχλήσετε
  • νά παρενοχλήσουν
 

Προστακτική

  • παρενόχλησε
  • παρενοχλήστε

Απαρέμφατο

  • παρενοχλήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω παρενοχλήσει
  • έχεις παρενοχλήσει
  • έχει παρενοχλήσει
  • έχουμε παρενοχλήσει
  • έχετε παρενοχλήσει
  • έχουν παρενοχλήσει

Υποτακτική

  • νά έχω παρενοχλήσει
  • νά έχεις παρενοχλήσει
  • νά έχει παρενοχλήσει
  • νά έχουμε παρενοχλήσει
  • νά έχετε παρενοχλήσει
  • νά έχουν παρενοχλήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα παρενοχλήσει
  • είχες παρενοχλήσει
  • είχε παρενοχλήσει
  • είχαμε παρενοχλήσει
  • είχατε παρενοχλήσει
  • είχαν παρενοχλήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω παρενοχλήσει
  • νά έχεις παρενοχλήσει
  • νά έχει παρενοχλήσει
  • νά έχουμε παρενοχλήσει
  • νά έχετε παρενοχλήσει
  • νά έχουν παρενοχλήσει