EL.png δημοσκοπώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • δημοσκοπώ
  • δημοσκοπείς
  • δημοσκοπεί
  • δημοσκοπούμε
  • δημοσκοπείτε
  • δημοσκοπούν

Υποτακτική

  • νά δημοσκοπώ
  • νά δημοσκοπείς
  • νά δημοσκοπεί
  • νά δημοσκοπούμε
  • νά δημοσκοπείτε
  • νά δημοσκοπούν
 

Προστακτική

  • δημοσκόπα
  • δημοσκοπείτε

Μετοχή

  • δημοσκοπώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • δημοσκοπούσα
  • δημοσκοπούσες
  • δημοσκοπούσε
  • δημοσκοπούσαμε
  • δημοσκοπτούσατε
  • δημοσκοπούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά δημοσκοπώ
  • θά δημοσκοπείς
  • θά δημοσκοπεί
  • θά δημοσκοπούμε
  • θά δημοσκοπείτε
  • θά δημοσκοπούν

Στιγμιαίος

  • θά δημοσκοπήσω
  • θά δημοσκοπήσεις
  • θά δημοσκοπήσει
  • θά δημοσκοπήσουμε
  • θά δημοσκοπήσετε
  • θά δημοσκοπήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • δημοσκόπησα
  • δημοσκόπησες
  • δημοσκόπησε
  • δημοσκοπήσαμε
  • δημοσκοπήσατε
  • δημοσκόπησαν

Υποτακτική

  • νά δημοσκοπήσω
  • νά δημοσκοπήσεις
  • νά δημοσκοπήσει
  • νά δημοσκοπήσουμε
  • νά δημοσκοπήσετε
  • νά δημοσκοπήσουν
 

Προστακτική

  • δημοσκόπησε
  • δημοσκοπήστε

Απαρέμφατο

  • δημοσκοπήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω δημοσκοπήσει
  • έχεις δημοσκοπήσει
  • έχει δημοσκοπήσει
  • έχουμε δημοσκοπήσει
  • έχετε δημοσκοπήσει
  • έχουν δημοσκοπήσει

Υποτακτική

  • νά έχω δημοσκοπήσει
  • νά έχεις δημοσκοπήσει
  • νά έχει δημοσκοπήσει
  • νά έχουμε δημοσκοπήσει
  • νά έχετε δημοσκοπήσει
  • νά έχουν δημοσκοπήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα δημοσκοπήσει
  • είχες δημοσκοπήσει
  • είχε δημοσκοπήσει
  • είχαμε δημοσκοπήσει
  • είχατε δημοσκοπήσει
  • είχαν δημοσκοπήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω δημοσκοπήσει
  • νά έχεις δημοσκοπήσει
  • νά έχει δημοσκοπήσει
  • νά έχουμε δημοσκοπήσει
  • νά έχετε δημοσκοπήσει
  • νά έχουν δημοσκοπήσει