ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ιδιοποιώ
- ιδιοποιείς
- ιδιοποιεί
- ιδιοποιούμε
- ιδιοποιείτε
- ιδιοποιούν
Υποτακτική
- νά ιδιοποιώ
- νά ιδιοποιείς
- νά ιδιοποιεί
- νά ιδιοποιούμε
- νά ιδιοποιείτε
- νά ιδιοποιούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ιδιοποιούσα
- ιδιοποιούσες
- ιδιοποιούσε
- ιδιοποιούσαμε
- ιδιοποιούσατε
- ιδιοποιούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ιδιοποιώ
- θά ιδιοποιείς
- θά ιδιοποιεί
- θά ιδιοποιούμε
- θά ιδιοποιείτε
- θά ιδιοποιούν
Στιγμιαίος
- θά ιδιοποιήσω
- θά ιδιοποιήσεις
- θά ιδιοποιήσει
- θά ιδιοποιήσουμε
- θά ιδιοποιήσετε
- θά ιδιοποιήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ιδιοποίησα
- ιδιοποίησες
- ιδιοποίησε
- ιδιοποιήσαμε
- ιδιοποιήσατε
- ιδιοποίησαν
Υποτακτική
- νά ιδιοποιήσω
- νά ιδιοποιήσεις
- νά ιδιοποιήσει
- νά ιδιοποιήσουμε
- νά ιδιοποιήσετε
- νά ιδιοποιήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ιδιοποιήσει
- έχεις ιδιοποιήσει
- έχει ιδιοποιήσει
- έχουμε ιδιοποιήσει
- έχετε ιδιοποιήσει
- έχουν ιδιοποιήσει
Υποτακτική
- νά έχω ιδιοποιήσει
- νά έχεις ιδιοποιήσει
- νά έχει ιδιοποιήσει
- νά έχουμε ιδιοποιήσει
- νά έχετε ιδιοποιήσει
- νά έχουν ιδιοποιήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ιδιοποιήσει
- είχες ιδιοποιήσει
- είχε ιδιοποιήσει
- είχαμε ιδιοποιήσει
- είχατε ιδιοποιήσει
- είχαν ιδιοποιήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω ιδιοποιήσει
- νά έχεις ιδιοποιήσει
- νά έχει ιδιοποιήσει
- νά έχουμε ιδιοποιήσει
- νά έχετε ιδιοποιήσει
- νά έχουν ιδιοποιήσει