ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- οραματίζομαι
- οραματίζεσαι
- οραματίζεται
- οραματίζόμαστε
- οραματίζεστε
- οραματίζονται
Υποτακτική
- νά οραματίζομαι
- νά οραματίζεσαι
- νά οραματίζεται
- νά οραματίζόμαστε
- νά οραματίζεστε
- νά οραματίζονται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- οραματιζόμουν
- οραματιζόσουν
- οραματιζόταν
- οραματιζόμαστε
- οραματιζόσαστε
- οραματίζονταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά οραματίζομαι
- θά οραματίζεσαι
- θά οραματίζεται
- θά οραματίζόμαστε
- θά οραματίζεστε
- θά οραματίζονται
Στιγμιαίος
- θά οραματισθώ
- θά οραματισθείς
- θά οραματισθεί
- θά οραματισθούμε
- θά οραματισθείτε
- θά οραματισθούν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- οραματίσθηκα
- οραματίσθηκες
- οραματίσθηκε
- οραματισθήκαμε
- οραματισθήκατε
- οραματίσθηκαν
Υποτακτική
- νά οραματισθώ
- νά οραματισθείς
- νά οραματισθεί
- νά οραματισθούμε
- νά οραματισθείτε
- νά οραματισθούν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω οραματισθεί
- έχεις οραματισθεί
- έχει οραματισθεί
- έχουμε οραματισθεί
- έχετε οραματισθεί
- έχουν οραματισθεί
Υποτακτική
- νά έχω οραματισθεί
- νά έχεις οραματισθεί
- νά έχει οραματισθεί
- νά έχουμε οραματισθεί
- νά έχετε οραματισθεί
- νά έχουν οραματισθεί
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα οραματισθεί
- είχες οραματισθεί
- είχε οραματισθεί
- είχαμε οραματισθεί
- είχατε οραματισθεί
- είχαν οραματισθεί
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω οραματισθεί
- θά έχεις οραματισθεί
- θά έχει οραματισθεί
- θά έχουμε οραματισθεί
- θά έχετε οραματισθεί
- θά έχουν οραματισθεί