EL.png οραματίζομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • οραματίζομαι
  • οραματίζεσαι
  • οραματίζεται
  • οραματίζόμαστε
  • οραματίζεστε
  • οραματίζονται

Υποτακτική

  • νά οραματίζομαι
  • νά οραματίζεσαι
  • νά οραματίζεται
  • νά οραματίζόμαστε
  • νά οραματίζεστε
  • νά οραματίζονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • οραματιζόμουν
  • οραματιζόσουν
  • οραματιζόταν
  • οραματιζόμαστε
  • οραματιζόσαστε
  • οραματίζονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά οραματίζομαι
  • θά οραματίζεσαι
  • θά οραματίζεται
  • θά οραματίζόμαστε
  • θά οραματίζεστε
  • θά οραματίζονται

Στιγμιαίος

  • θά οραματισθώ
  • θά οραματισθείς
  • θά οραματισθεί
  • θά οραματισθούμε
  • θά οραματισθείτε
  • θά οραματισθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • οραματίσθηκα
  • οραματίσθηκες
  • οραματίσθηκε
  • οραματισθήκαμε
  • οραματισθήκατε
  • οραματίσθηκαν

Υποτακτική

  • νά οραματισθώ
  • νά οραματισθείς
  • νά οραματισθεί
  • νά οραματισθούμε
  • νά οραματισθείτε
  • νά οραματισθούν
 

Προστακτική

  • οραματίσου
  • οραματισθείτε

Απαρέμφατο

  • οραματισθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω οραματισθεί
  • έχεις οραματισθεί
  • έχει οραματισθεί
  • έχουμε οραματισθεί
  • έχετε οραματισθεί
  • έχουν οραματισθεί

Υποτακτική

  • νά έχω οραματισθεί
  • νά έχεις οραματισθεί
  • νά έχει οραματισθεί
  • νά έχουμε οραματισθεί
  • νά έχετε οραματισθεί
  • νά έχουν οραματισθεί
 

Μετοχή

  • οραματισμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα οραματισθεί
  • είχες οραματισθεί
  • είχε οραματισθεί
  • είχαμε οραματισθεί
  • είχατε οραματισθεί
  • είχαν οραματισθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω οραματισθεί
  • θά έχεις οραματισθεί
  • θά έχει οραματισθεί
  • θά έχουμε οραματισθεί
  • θά έχετε οραματισθεί
  • θά έχουν οραματισθεί