ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- καραδοκώ
- καραδοκείς
- καραδοκεί
- καραδοκούμε
- καραδοκείτε
- καραδοκούν
Υποτακτική
- νά καραδοκώ
- νά καραδοκείς
- νά καραδοκεί
- νά καραδοκούμε
- νά καραδοκείτε
- νά καραδοκούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- καραδοκούσα
- καραδοκούσες
- καραδοκούσε
- καραδοκούσαμε
- καραδοκούσατε
- καραδοκούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά καραδοκώ
- θά καραδοκείς
- θά καραδοκεί
- θά καραδοκούμε
- θά καραδοκείτε
- θά καραδοκούν
Στιγμιαίος
- θά καραδοκήσω
- θά καραδοκήσεις
- θά καραδοκήσει
- θά καραδοκήσουμε
- θά καραδοκήσετε
- θά καραδοκήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- καραδόκησα
- καραδόκησες
- καραδόκησε
- καραδοκήσαμε
- καραδοκήσατε
- καραδόκησαν
Υποτακτική
- νά καραδοκήσω
- νά καραδοκήσεις
- νά καραδοκήσει
- νά καραδοκήσουμε
- νά καραδοκήσετε
- νά καραδοκήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω καραδοκήσει
- έχεις καραδοκήσει
- έχει καραδοκήσει
- έχουμε καραδοκήσει
- έχετε καραδοκήσει
- έχουν καραδοκήσει
Υποτακτική
- νά έχω καραδοκήσει
- νά έχεις καραδοκήσει
- νά έχει καραδοκήσει
- νά έχουμε καραδοκήσει
- νά έχετε καραδοκήσει
- νά έχουν καραδοκήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα καραδοκήσει
- είχες καραδοκήσει
- είχε καραδοκήσει
- είχαμε καραδοκήσει
- είχατε καραδοκήσει
- είχαν καραδοκήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω καραδοκήσει
- νά έχεις καραδοκήσει
- νά έχει καραδοκήσει
- νά έχουμε καραδοκήσει
- νά έχετε καραδοκήσει
- νά έχουν καραδοκήσει