EL.png εξοφλώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εξοφλώ
  • εξοφλείς
  • εξοφλεί
  • εξοφλούμε
  • εξοφλείτε
  • εξοφλούν

Υποτακτική

  • νά εξοφλώ
  • νά εξοφλείς
  • νά εξοφλεί
  • νά εξοφλούμε
  • νά εξοφλείτε
  • νά εξοφλούν
 

Προστακτική

  • εξόφλα
  • εξοφλείτε

Μετοχή

  • εξοφλώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • εξοφλούσα
  • εξοφλούσες
  • εξοφλούσε
  • εξοφλούσαμε
  • εξοφλούσατε
  • εξοφλούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά εξοφλώ
  • θά εξοφλείς
  • θά εξοφλεί
  • θά ξοφλούμε
  • θά ξοφλείτε
  • θά εξοφλούν

Στιγμιαίος

  • θά εξοφλήσω
  • θά εξοφλήσεις
  • θά εξοφλήσει
  • θά εξοφλήσουμε
  • θά εξοφλήσετε
  • θά εξοφλήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εξόφλησα
  • εξόφλησες
  • εξόφλησε
  • ξοφλήσαμε
  • ξοφλήσατε
  • εξόφλησαν

Υποτακτική

  • νά εξοφλήσω
  • νά εξοφλήσεις
  • νά εξοφλήσει
  • νά εξοφλήσουμε
  • νά εξοφλήσετε
  • νά εξοφλήσουν
 

Προστακτική

  • ξόφλησε
  • ξοφλήστε

Απαρέμφατο

  • εξοφλήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω εξοφλήσει
  • έχεις εξοφλήσει
  • έχει εξοφλήσει
  • έχουμε εξοφλήσει
  • έχετε εξοφλήσει
  • έχουν εξοφλήσει

Υποτακτική

  • νά έχω εξοφλήσει
  • νά έχεις ξοφλήσει
  • νά έχει εξοφλήσει
  • νά έχουμε εξοφλήσει
  • νά έχετε εξοφλήσει
  • νά έχουν εξοφλήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα εξοφλήσει
  • είχες εξοφλήσει
  • είχε εξοφλήσει
  • είχαμε εξοφλήσει
  • είχατε εξοφλήσει
  • είχαν εξοφλήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω εξοφλήσει
  • νά έχεις εξοφλήσει
  • νά έχει εξοφλήσει
  • νά έχουμε εξοφλήσει
  • νά έχετε εξοφλήσει
  • νά έχουν εξοφλήσει