EL.png πνέω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • πνέω
  • πνέεις
  • πνέει
  • πνέουμε
  • πνέετε
  • πνέουν

Υποτακτική

  • νά πνέω
  • νά πνέεις
  • νά πνέει
  • νά πνέουμε
  • νά πνέετε
  • νά πνέουν
 

Προστακτική

  • πνέε
  • πνέετε

Μετοχή

  • πνέοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έπνεα
  • έπνεες
  • έπνεε
  • επνέαμε
  • επνέατε
  • έπνεαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά πνέω
  • θά πνέεις
  • θά πνέει
  • θά πνέουμε
  • θά πνέετε
  • θά πνέουν

Στιγμιαίος

  • θά πνεύσω
  • θά πνεύσεις
  • θά πνεύσει
  • θά πνεύσουμε
  • θά πνεύσετε
  • θά πνεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έπνευσα
  • έπνευσες
  • έπνευσε
  • επνεύσαμε
  • επνεύσατε
  • έπνευσαν

Υποτακτική

  • νά πνεύσω
  • νά πνεύσεις
  • νά πνεύσει
  • νά πνεύσουμε
  • νά πνεύσετε
  • νά πνεύσουν
 

Προστακτική

  • πνεύσε
  • πνεύστε

Απαρέμφατο

  • πνεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω πνεύσει
  • έχεις πνεύσει
  • έχει πνεύσει
  • έχουμε πνεύσει
  • έχετε πνεύσει
  • έχουν πνεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω πνεύσει
  • νά έχεις πνεύσει
  • νά έχει πνεύσει
  • νά έχουμε πνεύσει
  • νά έχετε ππνεύσει
  • νά έχουν πνεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα πνεύσει
  • είχες πνεύσει
  • είχε πνεύσει
  • είχαμε πνεύσει
  • είχατε πνεύσει
  • είχαν πνεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω πνεύσει
  • νά έχεις πνεύσει
  • νά έχει πνεύσει
  • νά έχουμε πνεύσει
  • νά έχετε πνεύσει
  • νά έχουν πνεύσει