ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- φιλεύω
- φιλεύεις
- φιλεύει
- φιλεύουμε
- φιλεύετε
- φιλεύουν
Υποτακτική
- νά φιλεύω
- νά φιλεύεις
- νά φιλεύει
- νά φιλεύουμε
- νά φιλεύετε
- νά φιλεύουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- εφίλευα
- εφίλευες
- εφίλευε
- φιλεύαμε
- φιλεύατε
- εφίλευαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά φιλεύω
- θά φιλεύεις
- θά φιλεύει
- θά φιλεύουμε
- θά φιλεύετε
- θά φιλεύουν
Στιγμιαίος
- θά φιλεύσω
- θά φιλεύσεις
- θά φιλεύσει
- θά φιλεύσουμε
- θά φιλεύσετε
- θά φιλεύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- εφίλευσα
- εφίλευσες
- εφίλευσε
- φιλεύσαμε
- φιλεύσατε
- εφίλευσαν
Υποτακτική
- νά φιλεύσω
- νά φιλεύσεις
- νά φιλεύσει
- νά φιλεύσουμε
- νά φιλεύσετε
- νά φιλεύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω φιλεύσει
- έχεις φιλεύσει
- έχει φιλεύσει
- έχουμε φιλεύσει
- έχετε φιλεύσει
- έχουν φιλεύσει
Υποτακτική
- νά έχω φιλεύσει
- νά έχεις φιλεύσει
- νά έχει φιλεύσει
- νά έχουμε φιλεύσει
- νά έχετε φιλεύσει
- νά έχουν φιλεύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα φιλεύσει
- είχες φιλεύσει
- είχε φιλεύσει
- είχαμε φιλεύσει
- είχατε φιλεύσει
- είχαν φιλεύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω φιλεύσει
- θά έχεις φιλεύσει
- θά έχει φιλεύσει
- θά έχουμε φιλεύσει
- θά έχετε φιλεύσει
- θά έχουν φιλεύσει