ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- δυναστεύω
- δυναστεύεις
- δυναστεύει
- δυναστεύουμε
- δυναστεύετε
- δυναστεύουν
Υποτακτική
- νά δυναστεύω
- νά δυναστεύεις
- νά δυναστεύει
- νά δυναστεύουμε
- νά δυναστεύετε
- νά δυναστεύουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- δυνάστευα
- δυνάστευες
- δυνάστευε
- δυναστεύαμε
- δυναστεύατε
- δυνάστευαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά δυναστεύω
- θά δυναστεύεις
- θά δυναστεύει
- θά δυναστεύουμε
- θά δυναστεύετε
- θά δυναστεύουν
Στιγμιαίος
- θά δυναστεύσω
- θά δυναστεύσεις
- θά δυναστεύσει
- θά δυναστεύσουμε
- θά δυναστεύσετε
- θά δυναστεύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- δυνάστευσα
- δυνάστευσες
- δυνάστευσε
- δυναστεύσαμε
- δυναστεύσατε
- δυνάστευσαν
Υποτακτική
- νά δυναστεύσω
- νά δυναστεύσεις
- νά δυναστεύσει
- νά δυναστεύσουμε
- νά δυναστεύσετε
- νά δυναστεύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω δυναστεύσει
- έχεις δυναστεύσει
- έχει δυναστεύσει
- έχουμε δυναστεύσει
- έχετε δυναστεύσει
- έχουν δυναστεύσει
Υποτακτική
- νά έχω δυναστεύσει
- νά έχεις δυναστεύσει
- νά έχει δυναστεύσει
- νά έχουμε δυναστεύσει
- νά έχετε δυναστεύσει
- νά έχουν δυναστεύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα δυναστεύσει
- είχες δυναστεύσει
- είχε δυναστεύσει
- είχαμε δυναστεύσει
- είχατε δυναστεύσει
- είχαν δυναστεύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω δυναστεύσει
- θά έχεις δυναστεύσει
- θά έχει δυναστεύσει
- θά έχουμε δυναστεύσει
- θά έχετε δυναστεύσει
- θά έχουν δυναστεύσει