EL.png βασανίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • βασανίζω
  • βασανίζεις
  • βασανίζει
  • βασανίζουμε
  • βασανίζετε
  • βασανίζουν

Υποτακτική

  • νά βασανίζω
  • νά βασανίζεις
  • νά βασανίζει
  • νά βασανίζουμε
  • νά βασανίζετε
  • νά βασανίζουν
 

Προστακτική

  • βασάνιζε
  • βασανίζετε

Μετοχή

  • βασανίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • βασάνιζα
  • βασάνιζες
  • βασάνιζε
  • βασανίζαμε
  • βασανίζατε
  • βασάνιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά βασανίζω
  • θά βασανίζεις
  • θά βασανίζει
  • θά βασανίζουμε
  • θά βασανίζετε
  • θά βασανίζουν

Στιγμιαίος

  • θά βασανίσω
  • θά βασανίσεις
  • θά βασανίσει
  • θά βασανίσουμε
  • θά βασανίσετε
  • θά βασανίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • βασάνισα
  • βασάνισες
  • βασάνισε
  • βασανίσαμε
  • βασανίσατε
  • βασάνισαν

Υποτακτική

  • νά βασανίσω
  • νά βασανίσεις
  • νά βασανίσει
  • νά βασανίσουμε
  • νά βασανίσετε
  • νά βασανίσουν
 

Προστακτική

  • βασάνισε
  • βασανίστε

Απαρέμφατο

  • βασανίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω βασανίσει
  • έχεις βασανίσει
  • έχει βασανίσει
  • έχουμε βασανίσει
  • έχετε βασανίσει
  • έχουν βασανίσει

Υποτακτική

  • νά έχω βασανίσει
  • νά έχεις βασανίσει
  • νά έχει βασανίσει
  • νά έχουμε βασανίσει
  • νά έχετε βασανίσει
  • νά έχουν βασανίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα βασανίσει
  • είχες βασανίσει
  • είχε βασανίσει
  • είχαμε βασανίσει
  • είχατε βασανίσει
  • είχαν βασανίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω βασανίσει
  • θά έχεις βασανίσει
  • θά έχει βασανίσει
  • θά έχουμε βασανίσει
  • θά έχετε βασανίσει
  • θά έχουν βασανίσει