EL.png επαναφέρνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • επαναφέρνω
  • επαναφέρνεις
  • επαναφέρνει
  • επαναφέρνουμε
  • επαναφέρνετε
  • επαναφέρνουν

Υποτακτική

  • νά επαναφέρνω
  • νά επαναφέρνεις
  • νά επαναφέρνει
  • νά επαναφέρνουμε
  • νά επαναφέρνετε
  • νά επαναφέρνουν
 

Προστακτική

  • επανάφερνε
  • επαναφέρνετε

Μετοχή

  • επαναφέρνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • επανέφερνα
  • επανέφερνες
  • επανέφερνε
  • επανεφέρναμε
  • επανεφέρνατε
  • επανέφερναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά επαναφέρνω
  • θά επαναφέρνεις
  • θά επαναφέρνει
  • θά επαναφέρνουμε
  • θά επαναφέρνετε
  • θά επαναφέρνουν

Στιγμιαίος

  • θά επαναφέρω
  • θά επαναφέρεις
  • θά επαναφέρει
  • θά επαναφέρουμε
  • θά επαναφέρετε
  • θά επαναφέρουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • επανέφερα
  • επανέφερες
  • επανέφερε
  • επαναφέραμε
  • επαναφέρατε
  • επανέφεραν

Υποτακτική

  • νά επαναφέρω
  • νά επαναφέρεις
  • νά επαναφέρει
  • νά επαναφέρουμε
  • νά επαναφέρετε
  • νά επαναφέρουν
 

Προστακτική

  • επανέφερε
  • επαναφέρετε

Απαρέμφατο

  • επαναφέρει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω επαναφέρει
  • έχεις επαναφέρει
  • έχει επαναφέρει
  • έχουμε επαναφέρει
  • έχετε επαναφέρει
  • έχουν επαναφέρει

Υποτακτική

  • νά έχω επαναφέρει
  • νά έχεις επαναφέρει
  • νά έχει επαναφέρει
  • νά έχουμε επαναφέρει
  • νά έχετε επαναφέρει
  • νά έχουν επαναφέρει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα επαναφέρει
  • είχες επαναφέρει
  • είχε επαναφέρει
  • είχαμε επαναφέρει
  • είχατε επαναφέρει
  • είχαν επαναφέρει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω επαναφέρει
  • θά έχεις επαναφέρει
  • θά έχει επαναφέρει
  • θά έχουμε επαναφέρει
  • θά έχετε επαναφέρει
  • θά έχουν επαναφέρει