ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ξελαφρώνω
- ξελαφρώνεις
- ξελαφρώνει
- ξελαφρώνουμε
- ξελαφρώνετε
- ξελαφρώνουν
Υποτακτική
- νά ξελαφρώνω
- νά ξελαφρώνεις
- νά ξελαφρώνει
- νά ξελαφρώνουμε
- νά ξελαφρώνετε
- νά ξελαφρώνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ξελάφρωνα
- ξελάφρωνες
- ξελάφρωνε
- ξελαφρώναμε
- ξελαφρώνατε
- ξελάφρωναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ξελαφρώνω
- θά ξελαφρώνεις
- θά ξελαφρώνει
- θά ξελαφρώνουμε
- θά ξελαφρώνετε
- θά ξελαφρώνουν
Στιγμιαίος
- θά ξελαφρώσω
- θά ξελαφρώσεις
- θά ξελαφρώσει
- θά ξελαφρώσουμε
- θά ξελαφρώσετε
- θά ξελαφρώσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ξελάφρωσα
- ξελάφρωσες
- ξελάφρωσε
- ξελαφρώσαμε
- ξελαφρώσατε
- ξελάφρωσαν
Υποτακτική
- νά ξελαφρώσω
- νά ξελαφρώσεις
- νά ξελαφρώσει
- νά ξελαφρώσουμε
- νά ξελαφρώσετε
- νά ξελαφρώσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ξελαφρώσει
- έχεις ξελαφρώσει
- έχει ξελαφρώσει
- έχουμε ξελαφρώσει
- έχετε ξελαφρώσει
- έχουν ξελαφρώσει
Υποτακτική
- νά έχω ξελαφρώσει
- νά έχεις ξελαφρώσει
- νά έχει ξελαφρώσει
- νά έχουμε ξελαφρώσει
- νά έχετε ξελαφρώσει
- νά έχουν ξελαφρώσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ξελαφρώσει
- είχες ξελαφρώσει
- είχε ξελαφρώσει
- είχαμε ξελαφρώσει
- είχατε ξελαφρώσει
- είχαν ξελαφρώσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ξελαφρώσει
- θά έχεις ξελαφρώσει
- θά έχει ξελαφρώσει
- θά έχουμε ξελαφρώσει
- θά έχετε ξελαφρώσει
- θά έχουν ξελαφρώσει