EL.png ρέω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ρέω
  • ρείς
  • ρεί
  • ρούμε
  • ρείτε
  • ρούν

Υποτακτική

  • νά ρέω
  • νά ρείς
  • νά ρεί
  • νά ρούμε
  • νά ρείτε
  • νά ρούν
 

Προστακτική

  • ρέε
  • ρείτε

Μετοχή

  • ρώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ρούσα
  • ρούσες
  • ρούσε
  • ρούσαμε
  • ρούσατε
  • ρούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ρέω
  • θά ρείς
  • θά ρεί
  • θά ρούμε
  • θά ρείτε
  • θά ρούν

Στιγμιαίος

  • θά ρεύσω
  • θά ρεύσεις
  • θά ρεύσει
  • θά ρεύσουμε
  • θά ρεύσετε
  • θά ρεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έρευσα
  • έρευσες
  • έρευσε
  • ερεύσαμε
  • ερεύσατε
  • έρευσαν

Υποτακτική

  • νά ρεύσω
  • νά ρεύσεις
  • νά ρεύσει
  • νά ρεύσουμε
  • νά ρεύσετε
  • νά ρεύσουν
 

Προστακτική

  • ρεύσε
  • ρεύστε

Απαρέμφατο

  • ρεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ρεύσει
  • έχεις ρεύσει
  • έχει ρεύσει
  • έχουμε ρεύσει
  • έχετε ρεύσει
  • έχουν ρεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω ρεύσει
  • νά έχεις ρεύσει
  • νά έχει ρεύσει
  • νά έχουμε ρεύσει
  • νά έχετε ρεύσει
  • νά έχουν ρεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ρεύσει
  • είχες ρεύσει
  • είχε ρεύσει
  • είχαμε ρεύσει
  • είχατε ρεύσει
  • είχαν ρεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω ρεύσει
  • νά έχεις ρεύσει
  • νά έχει ρεύσει
  • νά έχουμε ρεύσει
  • νά έχετε ρεύσει
  • νά έχουν ρεύσει