ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- παραμονεύω
- παραμονεύεις
- παραμονεύει
- παραμονεύουμε
- παραμονεύετε
- παραμονεύουν
Υποτακτική
- νά παραμονεύω
- νά παραμονεύεις
- νά παραμονεύει
- νά παραμονεύουμε
- νά παραμονεύετε
- νά παραμονεύουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- παραμόνευα
- παραμόνευες
- παραμόνευε
- παραμονεύαμε
- παραμονεύατε
- παραμόνευαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά παραμονεύω
- θά παραμονεύεις
- θά παραμονεύει
- θά παραμονεύουμε
- θά παραμονεύετε
- θά παραμονεύουν
Στιγμιαίος
- θά παραμονεύσω
- θά παραμονεύσεις
- θά παραμονεύσει
- θά παραμονεύσουμε
- θά παραμονεύσετε
- θά παραμονεύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- παραμόνευσα
- παραμόνευσες
- παραμόνευσε
- παραμονεύσαμε
- παραμονεύσατε
- παραμόνευσαν
Υποτακτική
- νά παραμονεύσω
- νά παραμονεύσεις
- νά παραμονεύσει
- νά παραμονεύσουμε
- νά παραμονεύσετε
- νά παραμονεύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω παραμονεύσει
- έχεις παραμονεύσει
- έχει παραμονεύσει
- έχουμε παραμονεύσει
- έχετε παραμονεύσει
- έχουν παραμονεύσει
Υποτακτική
- νά έχω παραμονεύσει
- νά έχεις παραμονεύσει
- νά έχει παραμονεύσει
- νά έχουμε παραμονεύσει
- νά έχετε παραμονεύσει
- νά έχουν παραμονεύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα παραμονεύσει
- είχες παραμονεύσει
- είχε παραμονεύσει
- είχαμε παραμονεύσει
- είχατε παραμονεύσει
- είχαν παραμονεύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω παραμονεύσει
- θά έχεις παραμονεύσει
- θά έχει παραμονεύσει
- θά έχουμε παραμονεύσει
- θά έχετε παραμονεύσει
- θά έχουν παραμονεύσει