ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- λιπαίνω
- λιπαίνεις
- λιπαίνει
- λιπαίνουμε
- λιπαίνετε
- λιπαίνουν
Υποτακτική
- νά λιπαίνω
- νά λιπαίνεις
- νά λιπαίνει
- νά λιπαίνουμε
- νά λιπαίνετε
- νά λιπαίνουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- λίπαινα
- λίπαινες
- λίπαινε
- λιπαίναμε
- λιπαίνατε
- λίπαιναν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά λιπαίνω
- θά λιπαίνεις
- θά λιπαίνει
- θά λιπαίνουμε
- θά λιπαίνετε
- θά λιπαίνουν
Στιγμιαίος
- θά λιπάνω
- θά λιπαάνεις
- θά λιπάνει
- θά λιπάνουμε
- θά λιπάνετε
- θά λιπάνουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- λίπανα
- λίπανες
- λίπανε
- λιπάναμε
- λιπάνατε
- λίπαναν
Υποτακτική
- νά λιπάνω
- νά λιπάνεις
- νά λιπάνει
- νά λιπάνουμε
- νά λιπάνετε
- νά λιπάνουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω λιπάνει
- έχεις λιπάνει
- έχει λιπάνει
- έχουμε λιπάνει
- έχετε λιπάνει
- έχουν λιπάνει
Υποτακτική
- νά έχω λιπάνει
- νά έχεις λιπάνει
- νά έχει λιπάνει
- νά έχουμε λιπάνει
- νά έχετε λιπάνει
- νά έχουν λιπάνει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα λιπάνει
- είχες λιπάνει
- είχε λιπάνει
- είχαμε λιπάνει
- είχατε λιπάνει
- είχαν λιπάνει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω λιπάνει
- θά έχεις λιπάνει
- θά έχει λιπάνει
- θά έχουμε λιπάνει
- θά έχετε λιπάνει
- θά έχουν λιπάνει