EL.png λιπαίνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • λιπαίνω
  • λιπαίνεις
  • λιπαίνει
  • λιπαίνουμε
  • λιπαίνετε
  • λιπαίνουν

Υποτακτική

  • νά λιπαίνω
  • νά λιπαίνεις
  • νά λιπαίνει
  • νά λιπαίνουμε
  • νά λιπαίνετε
  • νά λιπαίνουν
 

Προστακτική

  • λίπαινε
  • λιπαίνετε

Μετοχή

  • λιπαίνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • λίπαινα
  • λίπαινες
  • λίπαινε
  • λιπαίναμε
  • λιπαίνατε
  • λίπαιναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά λιπαίνω
  • θά λιπαίνεις
  • θά λιπαίνει
  • θά λιπαίνουμε
  • θά λιπαίνετε
  • θά λιπαίνουν

Στιγμιαίος

  • θά λιπάνω
  • θά λιπαάνεις
  • θά λιπάνει
  • θά λιπάνουμε
  • θά λιπάνετε
  • θά λιπάνουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • λίπανα
  • λίπανες
  • λίπανε
  • λιπάναμε
  • λιπάνατε
  • λίπαναν

Υποτακτική

  • νά λιπάνω
  • νά λιπάνεις
  • νά λιπάνει
  • νά λιπάνουμε
  • νά λιπάνετε
  • νά λιπάνουν
 

Προστακτική

  • λίπανε
  • λιπάνετε

Απαρέμφατο

  • λιπάνει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω λιπάνει
  • έχεις λιπάνει
  • έχει λιπάνει
  • έχουμε λιπάνει
  • έχετε λιπάνει
  • έχουν λιπάνει

Υποτακτική

  • νά έχω λιπάνει
  • νά έχεις λιπάνει
  • νά έχει λιπάνει
  • νά έχουμε λιπάνει
  • νά έχετε λιπάνει
  • νά έχουν λιπάνει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα λιπάνει
  • είχες λιπάνει
  • είχε λιπάνει
  • είχαμε λιπάνει
  • είχατε λιπάνει
  • είχαν λιπάνει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω λιπάνει
  • θά έχεις λιπάνει
  • θά έχει λιπάνει
  • θά έχουμε λιπάνει
  • θά έχετε λιπάνει
  • θά έχουν λιπάνει