ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- λιγοστεύω
- λιγοστεύεις
- λιγοστεύει
- λιγοστεύουμε
- λιγοστεύετε
- λιγοστεύουν
Υποτακτική
- νά λιγοστεύω
- νά λιγοστεύεις
- νά λιγοστεύει
- νά λιγοστεύουμε
- νά λιγοστεύετε
- νά λιγοστεύουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- λιγόστευα
- λιγόστευες
- λιγόστευε
- λιγοστεύαμε
- λιγοστεύατε
- λιγόστευαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά λιγοστεύω
- θά λιγοστεύεις
- θά λιγοστεύει
- θά λιγοστεύουμε
- θά λιγοστεύετε
- θά λιγοστεύουν
Στιγμιαίος
- θά λιγοστεύσω
- θά λιγοστεύσεις
- θά λιγοστεύσει
- θά λιγοστεύσουμε
- θά λιγοστεύσετε
- θά λιγοστεύσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- λιγόστευσα
- λιγόστευσες
- λιγόστευσε
- λιγοστεύσαμε
- λιγοστεύσατε
- λιγόστευσαν
Υποτακτική
- νά λιγοστεύσω
- νά λιγοστεύσεις
- νά λιγοστεύσει
- νά λιγοστεύσουμε
- νά λιγοστεύσετε
- νά λιγοστεύσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω λιγοστεύσει
- έχεις λιγοστεύσει
- έχει λιγοστεύσει
- έχουμε λιγοστεύσει
- έχετε λιγοστεύσει
- έχουν λιγοστεύσει
Υποτακτική
- νά έχω λιγοστεύσει
- νά έχεις λιγοστεύσει
- νά έχει λιγοστεύσει
- νά έχουμε λιγοστεύσει
- νά έχετε λιγοστεύσει
- νά έχουν λιγοστεύσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα λιγοστεύσει
- είχες λιγοστεύσει
- είχε λιγοστεύσει
- είχαμε λιγοστεύσει
- είχατε λιγοστεύσει
- είχαν λιγοστεύσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω λιγοστεύσει
- θά έχεις λιγοστεύσει
- θά έχει λιγοστεύσει
- θά έχουμε λιγοστεύσει
- θά έχετε λιγοστεύσει
- θά έχουν λιγοστεύσει