EL.png ρεμβάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ρεμβάζω
  • ρεμβάζεις
  • ρεμβάζει
  • ρεμβάζουμε
  • ρεμβάζετε
  • ρεμβάζουν

Υποτακτική

  • νά ρεμβάζω
  • νά ρεμβάζεις
  • νά ρεμβάζει
  • νά ρεμβάζουμε
  • νά ρεμβάζετε
  • νά ρεμβάζουν
 

Προστακτική

  • ρέμβαζε
  • ρεμβάζετε

Μετοχή

  • ρεμβάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ρέμβαζα
  • ρέμβαζες
  • ρέμβαζε
  • ρεμβάζαμε
  • ρεμβάζατε
  • ρέμβαζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ρεμβάζω
  • θά ρεμβάζεις
  • θά ρεμβάζει
  • θά ρεμβάζουμε
  • θά ρεμβάζετε
  • θά ρεμβάζουν

Στιγμιαίος

  • θά ρεμβάσω
  • θά ρεμβάσεις
  • θά ρεμβάσει
  • θά ρεμβάσουμε
  • θά ρεμβάσετε
  • θά ρεμβάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ρέμβασα
  • ρέμβασες
  • ρέμβασε
  • ρεμβάσαμε
  • ρεμβάσατε
  • ρέμβασαν

Υποτακτική

  • νά ρεμβάσω
  • νά ρεμβάσεις
  • νά ρεμβάσει
  • νά ρεμβάσουμε
  • νά ρεμβάσετε
  • νά ρεμβάσουν
 

Προστακτική

  • ρέμβασε
  • ρεμβάστε

Απαρέμφατο

  • ρεμβάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ρεμβάσει
  • έχεις ρεμβάσει
  • έχει ρεμβάσει
  • έχουμε ρεμβάσει
  • έχετε ρεμβάσει
  • έχουν ρεμβάσει

Υποτακτική

  • νά έχω ρεμβάσει
  • νά έχεις ρεμβάσει
  • νά έχει ρεμβάσει
  • νά έχουμε ρεμβάσει
  • νά έχετε ρεμβάσει
  • νά έχουν ρεμβάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ρεμβάσει
  • είχες ρεμβάσει
  • είχε ρεμβάσει
  • είχαμε ρεμβάσει
  • είχατε ρεμβάσει
  • είχαν ρεμβάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ρεμβάσει
  • θά έχεις ρεμβάσει
  • θά έχει ρεμβάσει
  • θά έχουμε ρεμβάσει
  • θά έχετε ρεμβάσει
  • θά έχουν ρεμβάσει