ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ρεμβάζω
- ρεμβάζεις
- ρεμβάζει
- ρεμβάζουμε
- ρεμβάζετε
- ρεμβάζουν
Υποτακτική
- νά ρεμβάζω
- νά ρεμβάζεις
- νά ρεμβάζει
- νά ρεμβάζουμε
- νά ρεμβάζετε
- νά ρεμβάζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ρέμβαζα
- ρέμβαζες
- ρέμβαζε
- ρεμβάζαμε
- ρεμβάζατε
- ρέμβαζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ρεμβάζω
- θά ρεμβάζεις
- θά ρεμβάζει
- θά ρεμβάζουμε
- θά ρεμβάζετε
- θά ρεμβάζουν
Στιγμιαίος
- θά ρεμβάσω
- θά ρεμβάσεις
- θά ρεμβάσει
- θά ρεμβάσουμε
- θά ρεμβάσετε
- θά ρεμβάσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ρέμβασα
- ρέμβασες
- ρέμβασε
- ρεμβάσαμε
- ρεμβάσατε
- ρέμβασαν
Υποτακτική
- νά ρεμβάσω
- νά ρεμβάσεις
- νά ρεμβάσει
- νά ρεμβάσουμε
- νά ρεμβάσετε
- νά ρεμβάσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ρεμβάσει
- έχεις ρεμβάσει
- έχει ρεμβάσει
- έχουμε ρεμβάσει
- έχετε ρεμβάσει
- έχουν ρεμβάσει
Υποτακτική
- νά έχω ρεμβάσει
- νά έχεις ρεμβάσει
- νά έχει ρεμβάσει
- νά έχουμε ρεμβάσει
- νά έχετε ρεμβάσει
- νά έχουν ρεμβάσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ρεμβάσει
- είχες ρεμβάσει
- είχε ρεμβάσει
- είχαμε ρεμβάσει
- είχατε ρεμβάσει
- είχαν ρεμβάσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ρεμβάσει
- θά έχεις ρεμβάσει
- θά έχει ρεμβάσει
- θά έχουμε ρεμβάσει
- θά έχετε ρεμβάσει
- θά έχουν ρεμβάσει