ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αμφισβητώ
- αμφισβητείς
- αμφισβητεί
- αμφισβητούμε
- αμφισβητείτε
- αμφισβητούν
Υποτακτική
- νά αμφισβητώ
- νά αμφισβητείς
- νά αμφισβητεί
- νά αμφισβητούμε
- νά αμφισβητείτε
- νά αμφισβητούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- αμφισβητούσα
- αμφισβητούσες
- αμφισβητούσε
- αμφισβητούσαμε
- αμφισβητούσατε
- αμφισβητούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά αμφισβητώ
- θά αμφισβητείς
- θά αμφισβητεί
- θά αμφισβητούμε
- θά αμφισβητείτε
- θά αμφισβητούν
Στιγμιαίος
- θά αμφισβητήσω
- θά αμφισβητήσεις
- θά αμφισβητήσει
- θά αμφισβητήσουμε
- θά αμφισβητήσετε
- θά αμφισβητήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- αμφισβήτησα
- αμφισβήτησες
- αμφισβήτησε
- αμφισβητήσαμε
- αμφισβητήσατε
- αμφισβήτησαν
Υποτακτική
- νά αμφισβητήσω
- νά αμφισβητήσεις
- νά αμφισβητήσει
- νά αμφισβητήσουμε
- νά αμφισβητήσετε
- νά αμφισβητήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω αμφισβητήσει
- έχεις αμφισβητήσει
- έχει αμφισβητήσει
- έχουμε αμφισβητήσει
- έχετε αμφισβητήσει
- έχουν αμφισβητήσει
Υποτακτική
- νά έχω αμφισβητήσει
- νά έχεις αμφισβητήσει
- νά έχει αμφισβητήσει
- νά έχουμε αμφισβητήσει
- νά έχετε αμφισβητήσει
- νά έχουν αμφισβητήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα αμφισβητήσει
- είχες αμφισβητήσει
- είχε αμφισβητήσει
- είχαμε αμφισβητήσει
- είχατε αμφισβητήσει
- είχαν αμφισβητήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω αμφισβητήσει
- νά έχεις αμφισβητήσει
- νά έχει αμφισβητήσει
- νά έχουμε αμφισβητήσει
- νά έχετε αμφισβητήσει
- νά έχουν αμφισβητήσει