EL.png κελεύω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κελεύω
  • κελεύεις
  • κελεύει
  • κελεύουμε
  • κελεύετε
  • κελεύουν

Υποτακτική

  • νά κελεύω
  • νά κελεύεις
  • νά κελεύει
  • νά κελεύουμε
  • νά κελεύετε
  • νά κελεύουν
 

Προστακτική

  • κέλευε
  • κελεύετε

Μετοχή

  • κελεύοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κέλευα
  • κέλευες
  • κέλευε
  • κελεύαμε
  • κελεύατε
  • κέλευαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κελεύω
  • θά κελεύεις
  • θά κελεύει
  • θά κελεύουμε
  • θά κελεύετε
  • θά κελεύουν

Στιγμιαίος

  • θά κελεύσω
  • θά κελεύσεις
  • θά κελεύσει
  • θά κελεύσουμε
  • θά κελεύσετε
  • θά κελεύσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κέλευσα
  • κέλευσες
  • κέλευσε
  • κελεύσαμε
  • κελεύσατε
  • κέλευσαν

Υποτακτική

  • νά κελεύσω
  • νά κελεύσεις
  • νά κελεύσει
  • νά κελεύσουμε
  • νά κελεύσετε
  • νά κελεύσουν
 

Προστακτική

  • κέλευσε
  • κελεύστε

Απαρέμφατο

  • κελεύσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κελεύσει
  • έχεις κελεύσει
  • έχει κελεύσει
  • έχουμε κελεύσει
  • έχετε κελεύσει
  • έχουν κελεύσει

Υποτακτική

  • νά έχω κελεύσει
  • νά έχεις κελεύσει
  • νά έχει κελεύσει
  • νά έχουμε κελεύσει
  • νά έχετε κελεύσει
  • νά έχουν κελεύσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κελεύσει
  • είχες κελεύσει
  • είχε κελεύσει
  • είχαμε κελεύσει
  • είχατε κελεύσει
  • είχαν κελεύσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κελεύσει
  • θά έχεις κελεύσει
  • θά έχει κελεύσει
  • θά έχουμε κελεύσει
  • θά έχετε κελεύσει
  • θά έχουν κελεύσει