EL.png παράγω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • παράγω
  • παράγεις
  • παράγει
  • παράγουμε
  • παράγετε
  • παράγουν

Υποτακτική

  • νά παράγω
  • νά παράγεις
  • νά παράγει
  • νά παράγουμε
  • νά παράγετε
  • νά παράγουν
 

Προστακτική

  • πάραγε
  • παράγετε

Μετοχή

  • παράγοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • παρήγα
  • παρήγες
  • παρήγε
  • παρήγαμε
  • παρήγατε
  • παρήγαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά παράγω
  • θά παράγεις
  • θά παράγει
  • θά παράγουμε
  • θά παράγετε
  • θά παράγουν

Στιγμιαίος

  • θά παραχθώ
  • θά παραχθείς
  • θά παραχθεί
  • θά παραχθούμε
  • θά παραχθείτε
  • θά παραχθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • παρήχθα
  • παρήχθες
  • παρήχθε
  • παρήχθαμε
  • παρήχθατε
  • παρήχθαν

Υποτακτική

  • νά παραχθώ
  • νά παραχθείς
  • νά παραχθεί
  • νά παραχθούμε
  • νά παραχθείτε
  • νά παραχθούν
 

Προστακτική

  • πάραχθε
  • παραχθείτε

Απαρέμφατο

  • παραχθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω παραχθεί
  • έχεις παραχθεί
  • έχει παραχθεί
  • έχουμε παραχθεί
  • έχετε παραχθεί
  • έχουν παραχθεί

Υποτακτική

  • νά έχω παραχθεί
  • νά έχεις παραχθεί
  • νά έχει παραχθεί
  • νά έχουμε παραχθεί
  • νά έχετε παραχθεί
  • νά έχουν παραχθεί
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα παραχθεί
  • είχες παραχθεί
  • είχε παραχθεί
  • είχαμε παραχθεί
  • είχατε παραχθεί
  • είχαν παραχθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω παραχθεί
  • θά έχεις παραχθεί
  • θά έχει παραχθεί
  • θά έχουμε παραχθεί
  • θά έχετε παραχθεί
  • θά έχουν παραχθεί