EL.png κλέπτω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κλέπτω
  • κλέπτεις
  • κλέπτει
  • κλέπτουμε
  • κλέπτετε
  • κλέπτουν

Υποτακτική

  • νά κλέπτω
  • νά κλέπτεις
  • νά κλέπτει
  • νά κλέπτουμε
  • νά κλέπτετε
  • νά κλέπτουν
 

Προστακτική

  • κλέβε
  • κλέπτετε

Μετοχή

  • κλέπτοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έκλεβα
  • έκλεβες
  • έκλεβε
  • κλέβαμε
  • κλέβατε
  • έκλεβαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κλέβω
  • θά κλέβεις
  • θά κλέβει
  • θά κλέβουμε
  • θά κλέβετε
  • θά κλέβουν

Στιγμιαίος

  • θά κλέψω
  • θά κλέψεις
  • θά κλέψει
  • θά κλέψουμε
  • θά κλέψετε
  • θά κλέψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έκλεψα
  • έκλεψες
  • έκλεψε
  • κλέψαμε
  • κλέψατε
  • έκλεψαν

Υποτακτική

  • νά κλέψω
  • νά κλέψεις
  • νά κλέψει
  • νά κλέψουμε
  • νά κλέψετε
  • νά κλέψουν
 

Προστακτική

  • κλέψε
  • κλέψτε

Απαρέμφατο

  • κλέψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κλέψει
  • έχεις κλέψει
  • έχει κλέψει
  • έχουμε κλέψει
  • έχετε κλέψει
  • έχουν κλέψει

Υποτακτική

  • νά έχω κλέψει
  • νά έχεις κλέψει
  • νά έχει κλέψει
  • νά έχουμε κλέψει
  • νά έχετε κλέψει
  • νά έχουν κλέψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κλέψει
  • είχες κλέψει
  • είχε κλέψει
  • είχαμε κλέψει
  • είχατε κλέψει
  • είχαν κλέψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω κλέψει
  • θά έχεις κλέψει
  • θά έχει κλέψει
  • θά έχουμε κλέψει
  • θά έχετε κλέψει
  • θά έχουν κλέψει