ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κλέπτω
- κλέπτεις
- κλέπτει
- κλέπτουμε
- κλέπτετε
- κλέπτουν
Υποτακτική
- νά κλέπτω
- νά κλέπτεις
- νά κλέπτει
- νά κλέπτουμε
- νά κλέπτετε
- νά κλέπτουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- έκλεβα
- έκλεβες
- έκλεβε
- κλέβαμε
- κλέβατε
- έκλεβαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά κλέβω
- θά κλέβεις
- θά κλέβει
- θά κλέβουμε
- θά κλέβετε
- θά κλέβουν
Στιγμιαίος
- θά κλέψω
- θά κλέψεις
- θά κλέψει
- θά κλέψουμε
- θά κλέψετε
- θά κλέψουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- έκλεψα
- έκλεψες
- έκλεψε
- κλέψαμε
- κλέψατε
- έκλεψαν
Υποτακτική
- νά κλέψω
- νά κλέψεις
- νά κλέψει
- νά κλέψουμε
- νά κλέψετε
- νά κλέψουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω κλέψει
- έχεις κλέψει
- έχει κλέψει
- έχουμε κλέψει
- έχετε κλέψει
- έχουν κλέψει
Υποτακτική
- νά έχω κλέψει
- νά έχεις κλέψει
- νά έχει κλέψει
- νά έχουμε κλέψει
- νά έχετε κλέψει
- νά έχουν κλέψει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα κλέψει
- είχες κλέψει
- είχε κλέψει
- είχαμε κλέψει
- είχατε κλέψει
- είχαν κλέψει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω κλέψει
- θά έχεις κλέψει
- θά έχει κλέψει
- θά έχουμε κλέψει
- θά έχετε κλέψει
- θά έχουν κλέψει