EL.png οπλίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • οπλίζω
  • οπλίζεις
  • οπλίζει
  • οπλίζουμε
  • οπλίζετε
  • οπλίζουν

Υποτακτική

  • νά οπλίζω
  • νά οπλίζεις
  • νά οπλίζει
  • νά οπλίζουμε
  • νά οπλίζετε
  • νά οπλίζουν
 

Προστακτική

  • όπλιζε
  • οπλίζετε

Μετοχή

  • οπλίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • όπλιζα
  • όπλιζες
  • όπλιζε
  • οπλίζαμε
  • οπλίζατε
  • όπλιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά οπλίζω
  • θά οπλίζεις
  • θά οπλίζει
  • θά οπλίζουμε
  • θά οπλίζετε
  • θά οπλίζουν

Στιγμιαίος

  • θά οπλίσω
  • θά οπλίσεις
  • θά οπλίσει
  • θά οπλίσουμε
  • θά οπλίσετε
  • θά οπλίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • όπλισα
  • όπλισες
  • όπλισε
  • οπλίσαμε
  • οπλίσατε
  • όπλισαν

Υποτακτική

  • νά οπλίσω
  • νά οπλίσεις
  • νά οπλίσει
  • νά οπλίσουμε
  • νά οπλίσετε
  • νά οπλίσουν
 

Προστακτική

  • όπλισε
  • οπλίστε

Απαρέμφατο

  • οπλίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω οπλίσει
  • έχεις οπλίσει
  • έχει οπλίσει
  • έχουμε οπλίσει
  • έχετε οπλίσει
  • έχουν οπλίσει

Υποτακτική

  • νά έχω οπλίσει
  • νά έχεις οπλίσει
  • νά έχει οπλίσει
  • νά έχουμε οπλίσει
  • νά έχετε οπλίσει
  • νά έχουν οπλίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα οπλίσει
  • είχες οπλίσει
  • είχε οπλίσει
  • είχαμε οπλίσει
  • είχατε οπλίσει
  • είχαν οπλίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω οπλίσει
  • θά έχεις οπλίσει
  • θά έχει οπλίσει
  • θά έχουμε οπλίσει
  • θά έχετε οπλίσει
  • θά έχουν οπλίσει