EL.png διακόπτω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • διακόπτω
  • διακόπτεις
  • διακόπτει
  • διακόπτουμε
  • διακόπτετε
  • διακόπτουν

Υποτακτική

  • νά διακόπτω
  • νά διακόπτεις
  • νά διακόπτει
  • νά διακόπτουμε
  • νά διακόπτετε
  • νά διακόπτουν
 

Προστακτική

  • διάκοπτε
  • διακόπτετε

Μετοχή

  • διακόπτοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • διέκοπτα
  • διέκοπτες
  • διέκοπτε
  • διακόπταμε
  • διακόπτατε
  • διέκοπταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά διακόπτω
  • θά διακόπτεις
  • θά διακόπτει
  • θά διακόπτουμε
  • θά διακόπτετε
  • θά διακόπτουν

Στιγμιαίος

  • θά διακόψω
  • θά διακόψεις
  • θά διακόψει
  • θά διακόψουμε
  • θά διακόψετε
  • θά διακόψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • διέκοψα
  • διέκοψες
  • διέκοψε
  • διακόψαμε
  • διακόψατε
  • διέκοψαν

Υποτακτική

  • νά διακόψω
  • νά διακόψεις
  • νά διακόψει
  • νά διακόψουμε
  • νά διακόψετε
  • νά διακόψουν
 

Προστακτική

  • διέκοψε
  • διακόψτε

Απαρέμφατο

  • διακόψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω διακόψει
  • έχεις διακόψει
  • έχει διακόψει
  • έχουμε διακόψει
  • έχετε διακόψει
  • έχουν διακόψει

Υποτακτική

  • νά έχω διακόψει
  • νά έχεις διακόψει
  • νά έχει διακόψει
  • νά έχουμε διακόψει
  • νά έχετε διακόψει
  • νά έχουν διακόψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα διακόψει
  • είχες διακόψει
  • είχε διακόψει
  • είχαμε διακόψει
  • είχατε διακόψει
  • είχαν διακόψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω διακόψει
  • θά έχεις διακόψει
  • θά έχει διακόψει
  • θά έχουμε διακόψει
  • θά έχετε διακόψει
  • θά έχουν διακόψει