ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- διακόπτω
- διακόπτεις
- διακόπτει
- διακόπτουμε
- διακόπτετε
- διακόπτουν
Υποτακτική
- νά διακόπτω
- νά διακόπτεις
- νά διακόπτει
- νά διακόπτουμε
- νά διακόπτετε
- νά διακόπτουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- διέκοπτα
- διέκοπτες
- διέκοπτε
- διακόπταμε
- διακόπτατε
- διέκοπταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά διακόπτω
- θά διακόπτεις
- θά διακόπτει
- θά διακόπτουμε
- θά διακόπτετε
- θά διακόπτουν
Στιγμιαίος
- θά διακόψω
- θά διακόψεις
- θά διακόψει
- θά διακόψουμε
- θά διακόψετε
- θά διακόψουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- διέκοψα
- διέκοψες
- διέκοψε
- διακόψαμε
- διακόψατε
- διέκοψαν
Υποτακτική
- νά διακόψω
- νά διακόψεις
- νά διακόψει
- νά διακόψουμε
- νά διακόψετε
- νά διακόψουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω διακόψει
- έχεις διακόψει
- έχει διακόψει
- έχουμε διακόψει
- έχετε διακόψει
- έχουν διακόψει
Υποτακτική
- νά έχω διακόψει
- νά έχεις διακόψει
- νά έχει διακόψει
- νά έχουμε διακόψει
- νά έχετε διακόψει
- νά έχουν διακόψει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα διακόψει
- είχες διακόψει
- είχε διακόψει
- είχαμε διακόψει
- είχατε διακόψει
- είχαν διακόψει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω διακόψει
- θά έχεις διακόψει
- θά έχει διακόψει
- θά έχουμε διακόψει
- θά έχετε διακόψει
- θά έχουν διακόψει