EL.png εξασφαλίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εξασφαλίζω
  • εξασφαλίζεις
  • εξασφαλίζει
  • εξασφαλίζουμε
  • εξασφαλίζετε
  • εξασφαλίζουν

Υποτακτική

  • νά εξασφαλίζω
  • νά εξασφαλίζεις
  • νά εξασφαλίζει
  • νά εξασφαλίζουμε
  • νά εξασφαλίζετε
  • νά εξασφαλίζουν
 

Προστακτική

  • εξασφάλιζε
  • εξασφαλίζετε

Μετοχή

  • εξασφαλίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • εξασφάλιζα
  • εξασφάλιζες
  • εξασφάλιζε
  • εξασφαλίζαμε
  • εξασφαλίζατε
  • εξασφάλιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά εξασφαλίζω
  • θά εξασφαλίζεις
  • θά εξασφαλίζει
  • θά εξασφαλίζουμε
  • θά εξασφαλίζετε
  • θά εξασφαλίζουν

Στιγμιαίος

  • θά εξασφαλίσω
  • θά εξασφαλίσεις
  • θά εξασφαλίσει
  • θά εξασφαλίσουμε
  • θά εξασφαλίσετε
  • θά εξασφαλίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εξασφάλισα
  • εξασφάλισες
  • εξασφάλισε
  • εξασφαλίσαμε
  • εξασφαλίσατε
  • εξασφάλισαν

Υποτακτική

  • νά εξασφαλίσω
  • νά εξασφαλίσεις
  • νά εξασφαλίσει
  • νά εξασφαλίσουμε
  • νά εξασφαλίσετε
  • νά εξασφαλίσουν
 

Προστακτική

  • εξασφάλισε
  • εξασφαλίστε

Απαρέμφατο

  • εξασφαλίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω εξασφαλίσει
  • έχεις εξασφαλίσει
  • έχει εξασφαλίσει
  • έχουμε εξασφαλίσει
  • έχετε εξασφαλίσει
  • έχουν εξασφαλίσει

Υποτακτική

  • νά έχω εξασφαλίσει
  • νά έχεις εξασφαλίσει
  • νά έχει εξασφαλίσει
  • νά έχουμε εξασφαλίσει
  • νά έχετε εξασφαλίσει
  • νά έχουν εξασφαλίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα εξασφαλίσει
  • είχες εξασφαλίσει
  • είχε εξασφαλίσει
  • είχαμε εξασφαλίσει
  • είχατε εξασφαλίσει
  • είχαν εξασφαλίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω εξασφαλίσει
  • θά έχεις εξασφαλίσει
  • θά έχει εξασφαλίσει
  • θά έχουμε εξασφαλίσει
  • θά έχετε εξασφαλίσει
  • θά έχουν εξασφαλίσει