EL.png δυναμώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • δυναμώνω
  • δυναμώνεις
  • δυναμώνει
  • δυναμώνουμε
  • δυναμώνετε
  • δυναμώνουν

Υποτακτική

  • νά δυναμώνω
  • νά δυναμώνεις
  • νά δυναμώνει
  • νά δυναμώνουμε
  • νά δυναμώνετε
  • νά δυναμώνουν
 

Προστακτική

  • δυνάμωνε
  • δυναμώνετε

Μετοχή

  • δυναμώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • δυνάμωνα
  • δυνάμωνες
  • δυνάμωνε
  • δυναμώναμε
  • δυναμώνατε
  • δυνάμωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά δυναμώνω
  • θά δυναμώνεις
  • θά δυναμώνει
  • θά δυναμώνουμε
  • θά δυναμώνετε
  • θά δυναμώνουν

Στιγμιαίος

  • θά δυναμώσω
  • θά δυναμώσεις
  • θά δυναμώσει
  • θά δυναμώσουμε
  • θά δυναμώσετε
  • θά δυναμώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • δυνάμωσα
  • δυνάμωσες
  • δυνάμωσε
  • δυναμώσαμε
  • δυναμώσατε
  • δυνάμωσαν

Υποτακτική

  • νά δυναμώσω
  • νά δυναμώσεις
  • νά δυναμώσει
  • νά δυναμώσουμε
  • νά δυναμώσετε
  • νά δυναμώσουν
 

Προστακτική

  • δυνάμωσε
  • δυναμώστε

Απαρέμφατο

  • δυναμώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω δυναμώσει
  • έχεις δυναμώσει
  • έχει δυναμώσει
  • έχουμε δυναμώσει
  • έχετε δυναμώσει
  • έχουν δυναμώσει

Υποτακτική

  • νά έχω δυναμώσει
  • νά έχεις δυναμώσει
  • νά έχει δυναμώσει
  • νά έχουμε δυναμώσει
  • νά έχετε δυναμώσει
  • νά έχουν δυναμώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα δυναμώσει
  • είχες δυναμώσει
  • είχε δυναμώσει
  • είχαμε δυναμώσει
  • είχατε δυναμώσει
  • είχαν δυναμώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω δυναμώσει
  • θά έχεις δυναμώσει
  • θά έχει δυναμώσει
  • θά έχουμε δυναμώσει
  • θά έχετε δυναμώσει
  • θά έχουν δυναμώσει