EL.png εξορίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εξορίζω
  • εξορίζεις
  • εξορίζει
  • εξορίζουμε
  • εξορίζετε
  • εξορίζουν

Υποτακτική

  • νά εξορίζω
  • νά εξορίζεις
  • νά εξορίζει
  • νά εξορίζουμε
  • νά εξορίζετε
  • νά εξορίζουν
 

Προστακτική

  • εξόριζε
  • εξορίζετε

Μετοχή

  • εξορίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • εξόριζα
  • εξόριζες
  • εξόριζε
  • εξορίζαμε
  • εξορίζατε
  • εξόριζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά εξορίζω
  • θά εξορίζεις
  • θά εξορίζει
  • θά εξορίζουμε
  • θά εξορίζετε
  • θά εξορίζουν

Στιγμιαίος

  • θά εξορίσω
  • θά εξορίσεις
  • θά εξορίσει
  • θά εξορίσουμε
  • θά εξορίσετε
  • θά εξορίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εξόρισα
  • εξόρισες
  • εξόρισε
  • εξορίσαμε
  • εξορίσατε
  • εξόρισαν

Υποτακτική

  • νά εξορίσω
  • νά εξορίσεις
  • νά εξορίσει
  • νά εξορίσουμε
  • νά εξορίσετε
  • νά εξορίσουν
 

Προστακτική

  • εξόρισε
  • εξορίστε

Απαρέμφατο

  • εξορίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω εξορίσει
  • έχεις εξορίσει
  • έχει εξορίσει
  • έχουμε εξορίσει
  • έχετε εξορίσει
  • έχουν εξορίσει

Υποτακτική

  • νά έχω εξορίσει
  • νά έχεις εξορίσει
  • νά έχει εξορίσει
  • νά έχουμε εξορίσει
  • νά έχετε εξορίσει
  • νά έχουν εξορίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα εξορίσει
  • είχες εξορίσει
  • είχε εξορίσει
  • είχαμε εξορίσει
  • είχατε εξορίσει
  • είχαν εξορίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω εξορίσει
  • θά έχεις εξορίσει
  • θά έχει εξορίσει
  • θά έχουμε εξορίσει
  • θά έχετε εξορίσει
  • θά έχουν εξορίσει