EL.png τυγχάνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • τυγχάνω
  • τυγχάνεις
  • τυγχάνει
  • τυγχάνουμε
  • τυγχάνετε
  • τυγχάνουν

Υποτακτική

  • νά τυγχάνω
  • νά τυγχάνεις
  • νά τυγχάνει
  • νά τυγχάνουμε
  • νά τυγχάνετε
  • νά τυγχάνουν
 

Προστακτική

  • τύγχανε
  • τυγχάνετε

Μετοχή

  • τυγχάνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • τύγχανα
  • τύγχανες
  • τύγχανε
  • τυγχάναμε
  • τυγχάνατε
  • τύγχαναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά τυγχάνω
  • θά τυγχάνεις
  • θά τυγχάνει
  • θά τυγχάνουμε
  • θά τυγχάνετε
  • θά τυγχάνουν

Στιγμιαίος

  • θά τύχω
  • θά τύχεις
  • θά τύχει
  • θά τύχουμε
  • θά τύχετε
  • θά τύχουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έτυχα
  • έτυχες
  • έτυχε
  • ετύχαμε
  • ετύχατε
  • έτυχαν

Υποτακτική

  • νά τύχω
  • νά τύχεις
  • νά τύχει
  • νά τύχουμε
  • νά τύχετε
  • νά τύχουν
 

Προστακτική

  • τύχε
  • τύχετε

Απαρέμφατο

  • τύχει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω τύχει
  • έχεις τύχει
  • έχει τύχει
  • έχουμε τύχει
  • έχετε τύχει
  • έχουν τύχει

Υποτακτική

  • νά έχω τύχει
  • νά έχεις τύχει
  • νά έχει τύχει
  • νά έχουμε τύχει
  • νά έχετε τύχει
  • νά έχουν τύχει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα τύχει
  • είχες τύχει
  • είχε τύχει
  • είχαμε τύχει
  • είχατε τύχει
  • είχαν τύχει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω τύχει
  • θά έχεις τύχει
  • θά έχει τύχει
  • θά έχουμε τύχει
  • θά έχετε τύχει
  • θά έχουν τύχει