EL.png δολοφονώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • δολοφονώ
  • δολοφονείς
  • δολοφονεί
  • δολοφονούμε
  • δολοφονείτε
  • δολοφονούν

Υποτακτική

  • νά δολοφονώ
  • νά δολοφονείς
  • νά δολοφονεί
  • νά δολοφονούμε
  • νά δολοφονείτε
  • νά δολοφονούν
 

Προστακτική

  • δολοφόνα
  • δολοφονείτε

Μετοχή

  • δολοφονώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • δολοφονούσα
  • δολοφονούσες
  • δολοφονούσε
  • δολοφονούσαμε
  • δολοφονούσατε
  • δολοφονούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά δολοφονώ
  • θά δολοφονείς
  • θά δολοφονεί
  • θά δολοφονούμε
  • θά δολοφονείτε
  • θά δολοφονούν

Στιγμιαίος

  • θά δολοφονήσω
  • θά δολοφονήσεις
  • θά δολοφονήσει
  • θά δολοφονήσουμε
  • θά δολοφονήσετε
  • θά δολοφονήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • δολοφόνησα
  • δολοφόνησες
  • δολοφόνησε
  • δολοφονήσαμε
  • δολοφονήσατε
  • δολοφόνησαν

Υποτακτική

  • νά δολοφονήσω
  • νά δολοφονήσεις
  • νά δολοφονήσει
  • νά δολοφονήσουμε
  • νά δολοφονήσετε
  • νά δολοφονήσουν
 

Προστακτική

  • δολοφόνησε
  • δολοφονήστε

Απαρέμφατο

  • δολοφονήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω δολοφονήσει
  • έχεις δολοφονήσει
  • έχει δολοφονήσει
  • έχουμε δολοφονήσει
  • έχετε δολοφονήσει
  • έχουν δολοφονήσει

Υποτακτική

  • νά έχω δολοφονήσει
  • νά έχεις δολοφονήσει
  • νά έχει δολοφονήσει
  • νά έχουμε δολοφονήσει
  • νά έχετε δολοφονήσει
  • νά έχουν δολοφονήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα δολοφονήσει
  • είχες δολοφονήσει
  • είχε δολοφονήσει
  • είχαμε δολοφονήσει
  • είχατε δολοφονήσει
  • είχαν δολοφονήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω δολοφονήσει
  • νά έχεις δολοφονήσει
  • νά έχει δολοφονήσει
  • νά έχουμε δολοφονήσει
  • νά έχετε δολοφονήσει
  • νά έχουν δολοφονήσει