EL.png παρηγορώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • παρηγορώ
  • παρηγορείς
  • παρηγορεί
  • παρηγορούμε
  • παρηγορείτε
  • παρηγορούν

Υποτακτική

  • νά παρηγορώ
  • νά παρηγορείς
  • νά παρηγορεί
  • νά παρηγορούμε
  • νά παρηγορείτε
  • νά παρηγορούν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • παρηγορώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • παρηγορούσα
  • παρηγορούσες
  • παρηγορούσε
  • παρηγορούσαμε
  • παρηγορούσατε
  • παρηγορούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά παρηγορώ
  • θά παρηγορείς
  • θά παρηγορεί
  • θά παρηγορούμε
  • θά παρηγορείτε
  • θά παρηγορούν

Στιγμιαίος

  • θά παρηγορήσω
  • θά παρηγορήσεις
  • θά παρηγορήσει
  • θά παρηγορήσουμε
  • θά παρηγορήσετε
  • θά παρηγορήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • παρηγόρησα
  • παρηγόρησες
  • παρηγόρησε
  • παρηγορήσαμε
  • παρηγορήσατε
  • παρηγόρησαν

Υποτακτική

  • νά παρηγορήσω
  • νά παρηγορήσεις
  • νά παρηγορήσει
  • νά παρηγορήσουμε
  • νά παρηγορήσετε
  • νά παρηγορήσουν
 

Προστακτική

  • παρηγόρησε
  • παρηγορήστε

Απαρέμφατο

  • παρηγορήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω παρηγορήσει
  • έχεις παρηγορήσει
  • έχει παρηγορήσει
  • έχουμε παρηγορήσει
  • έχετε παρηγορήσει
  • έχουν παρηγορήσει

Υποτακτική

  • νά έχω παρηγορήσει
  • νά έχεις παρηγορήσει
  • νά έχει παρηγορήσει
  • νά έχουμε παρηγορήσει
  • νά έχετε παρηγορήσει
  • νά έχουν παρηγορήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα παρηγορήσει
  • είχες παρηγορήσει
  • είχε παρηγορήσει
  • είχαμε παρηγορήσει
  • είχατε παρηγορήσει
  • είχαν παρηγορήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω παρηγορήσει
  • νά έχεις παρηγορήσει
  • νά έχει παρηγορήσει
  • νά έχουμε παρηγορήσει
  • νά έχετε παρηγορήσει
  • νά έχουν παρηγορήσει