ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- παρηγορώ
- παρηγορείς
- παρηγορεί
- παρηγορούμε
- παρηγορείτε
- παρηγορούν
Υποτακτική
- νά παρηγορώ
- νά παρηγορείς
- νά παρηγορεί
- νά παρηγορούμε
- νά παρηγορείτε
- νά παρηγορούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- παρηγορούσα
- παρηγορούσες
- παρηγορούσε
- παρηγορούσαμε
- παρηγορούσατε
- παρηγορούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά παρηγορώ
- θά παρηγορείς
- θά παρηγορεί
- θά παρηγορούμε
- θά παρηγορείτε
- θά παρηγορούν
Στιγμιαίος
- θά παρηγορήσω
- θά παρηγορήσεις
- θά παρηγορήσει
- θά παρηγορήσουμε
- θά παρηγορήσετε
- θά παρηγορήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- παρηγόρησα
- παρηγόρησες
- παρηγόρησε
- παρηγορήσαμε
- παρηγορήσατε
- παρηγόρησαν
Υποτακτική
- νά παρηγορήσω
- νά παρηγορήσεις
- νά παρηγορήσει
- νά παρηγορήσουμε
- νά παρηγορήσετε
- νά παρηγορήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω παρηγορήσει
- έχεις παρηγορήσει
- έχει παρηγορήσει
- έχουμε παρηγορήσει
- έχετε παρηγορήσει
- έχουν παρηγορήσει
Υποτακτική
- νά έχω παρηγορήσει
- νά έχεις παρηγορήσει
- νά έχει παρηγορήσει
- νά έχουμε παρηγορήσει
- νά έχετε παρηγορήσει
- νά έχουν παρηγορήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα παρηγορήσει
- είχες παρηγορήσει
- είχε παρηγορήσει
- είχαμε παρηγορήσει
- είχατε παρηγορήσει
- είχαν παρηγορήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω παρηγορήσει
- νά έχεις παρηγορήσει
- νά έχει παρηγορήσει
- νά έχουμε παρηγορήσει
- νά έχετε παρηγορήσει
- νά έχουν παρηγορήσει