ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- αδειάζω
- αδειάζεις
- αδειάζει
- αδειάζουμε
- αδειάζετε
- αδειάζουν
Υποτακτική
- νά αδειάζω
- νά αδειάζεις
- νά αδειάζει
- νά αδειάζουμε
- νά αδειάζετε
- νά αδειάζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- άδειαζα
- άδειαζες
- άδειαζε
- αδειάζαμε
- αδειάζατε
- άδειαζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά αδειάζω
- θά αδειάζεις
- θά αδειάζει
- θά αδειάζουμε
- θά αδειάζετε
- θά αδειάζουν
Στιγμιαίος
- θά αδειάσω
- θά αδειάσεις
- θά αδειάσει
- θά αδειάσουμε
- θά αδειάσετε
- θά αδειάσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- άδειασα
- άδειασες
- άδειασε
- αδειάσαμε
- αδειάσατε
- άδειασαν
Υποτακτική
- νά αδειάσω
- νά αδειάσεις
- νά αδειάσει
- νά αδειάσουμε
- νά αδειάσετε
- νά αδειάσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω αδειάσει
- έχεις αδειάσει
- έχει αδειάσει
- έχουμε αδειάσει
- έχετε αδειάσει
- έχουν αδειάσει
Υποτακτική
- νά έχω αδειάσει
- νά έχεις αδειάσει
- νά έχει αδειάσει
- νά έχουμε αδειάσει
- νά έχετε αδειάσει
- νά έχουν αδειάσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα αδειάσει
- είχες αδειάσει
- είχε αδειάσει
- είχαμε αδειάσει
- είχατε αδειάσει
- είχαν αδειάσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω αδειάσει
- θά έχεις αδειάσει
- θά έχει αδειάσει
- θά έχουμε αδειάσει
- θά έχετε αδειάσει
- θά έχουν αδειάσει