EL.png αδειάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αδειάζω
  • αδειάζεις
  • αδειάζει
  • αδειάζουμε
  • αδειάζετε
  • αδειάζουν

Υποτακτική

  • νά αδειάζω
  • νά αδειάζεις
  • νά αδειάζει
  • νά αδειάζουμε
  • νά αδειάζετε
  • νά αδειάζουν
 

Προστακτική

  • άδειαζε
  • αδειάζετε

Μετοχή

  • αδειάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • άδειαζα
  • άδειαζες
  • άδειαζε
  • αδειάζαμε
  • αδειάζατε
  • άδειαζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αδειάζω
  • θά αδειάζεις
  • θά αδειάζει
  • θά αδειάζουμε
  • θά αδειάζετε
  • θά αδειάζουν

Στιγμιαίος

  • θά αδειάσω
  • θά αδειάσεις
  • θά αδειάσει
  • θά αδειάσουμε
  • θά αδειάσετε
  • θά αδειάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • άδειασα
  • άδειασες
  • άδειασε
  • αδειάσαμε
  • αδειάσατε
  • άδειασαν

Υποτακτική

  • νά αδειάσω
  • νά αδειάσεις
  • νά αδειάσει
  • νά αδειάσουμε
  • νά αδειάσετε
  • νά αδειάσουν
 

Προστακτική

  • άδειασε
  • αδειάστε

Απαρέμφατο

  • αδειάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αδειάσει
  • έχεις αδειάσει
  • έχει αδειάσει
  • έχουμε αδειάσει
  • έχετε αδειάσει
  • έχουν αδειάσει

Υποτακτική

  • νά έχω αδειάσει
  • νά έχεις αδειάσει
  • νά έχει αδειάσει
  • νά έχουμε αδειάσει
  • νά έχετε αδειάσει
  • νά έχουν αδειάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αδειάσει
  • είχες αδειάσει
  • είχε αδειάσει
  • είχαμε αδειάσει
  • είχατε αδειάσει
  • είχαν αδειάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω αδειάσει
  • θά έχεις αδειάσει
  • θά έχει αδειάσει
  • θά έχουμε αδειάσει
  • θά έχετε αδειάσει
  • θά έχουν αδειάσει