EL.png αρχιδιάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • αρχιδιάζω
  • αρχιδιάζεις
  • αρχιδιάζει
  • αρχιδιάζουμε
  • αρχιδιάζετε
  • αρχιδιάζουν

Υποτακτική

  • νά αρχιδιάζω
  • νά αρχιδιάζεις
  • νά αρχιδιάζει
  • νά αρχιδιάζουμε
  • νά αρχιδιάζετε
  • νά αρχιδιάζουν
 

Προστακτική

  • αρχίδιαζε
  • αρχιδιάζετε

Μετοχή

  • αρχιδιάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • αρχίδιαζα
  • αρχίδιαζες
  • αρχίδιαζε
  • αρχιδιάζαμε
  • αρχιδιάζατε
  • αρχίδιαζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά αρχιδιάζω
  • θά αρχιδιάζεις
  • θά αρχιδιάζει
  • θά αρχιδιάζουμε
  • θά αρχιδιάζετε
  • θά αρχιδιάζουν

Στιγμιαίος

  • θά αρχιδιάσω
  • θά αρχιδιάσεις
  • θά αρχιδιάσει
  • θά αρχιδιάσουμε
  • θά αρχιδιάσετε
  • θά αρχιδιάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • αρχίδιασα
  • αρχίδιασες
  • αρχίδιασε
  • αρχιδιάσαμε
  • αρχιδιάσατε
  • αρχίδιασαν

Υποτακτική

  • νά αρχιδιάσω
  • νά αρχιδιάσεις
  • νά αρχιδιάσει
  • νά αρχιδιάσουμε
  • νά αρχιδιάσετε
  • νά αρχιδιάσουν
 

Προστακτική

  • αρχίδιασε
  • αρχιδιάστε

Απαρέμφατο

  • αρχιδιάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω αρχιδιάσει
  • έχεις αρχιδιάσει
  • έχει αρχιδιάσει
  • έχουμε αρχιδιάσει
  • έχετε αρχιδιάσει
  • έχουν αρχιδιάσει

Υποτακτική

  • νά έχω αρχιδιάσει
  • νά έχεις αρχιδιάσει
  • νά έχει αρχιδιάσει
  • νά έχουμε αρχιδιάσει
  • νά έχετε αρχιδιάσει
  • νά έχουν αρχιδιάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα αρχιδιάσει
  • είχες αρχιδιάσει
  • είχε αρχιδιάσει
  • είχαμε αρχιδιάσει
  • είχατε αρχιδιάσει
  • είχαν αρχιδιάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω αρχιδιάσει
  • θά έχεις αρχιδιάσει
  • θά έχει αρχιδιάσει
  • θά έχουμε αρχιδιάσει
  • θά έχετε αρχιδιάσει
  • θά έχουν αρχιδιάσει