ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- φεκολίζω
- φεκολίζεις
- φεκολίζει
- φεκολίζουμε
- φεκολίζετε
- φεκολίζουν
Υποτακτική
- νά φεκολίζω
- νά φεκολίζεις
- νά φεκολίζει
- νά φεκολίζουμε
- νά φεκολίζετε
- νά φεκολίζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- φεκόλιζα
- φεκόλιζες
- φεκόλιζε
- φεκολίζαμε
- φεκολίζατε
- φεκολίζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά φεκολίζω
- θά φεκολίζεις
- θά φεκολίζει
- θά φεκολίζουμε
- θά φεκολίζετε
- θά φεκολίζουν
Στιγμιαίος
- θά φεκολίσω
- θά φεκολίσεις
- θά φεκολίσει
- θά φεκολίσουμε
- θά φεκολίσετε
- θά φεκολίσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- φεκόλισα
- φεκόλισες
- φεκόλισε
- φεκολίσαμε
- φεκολίσατε
- φεκόλισαν
Υποτακτική
- νά φεκολίσω
- νά φεκολίσεις
- νά φεκολίσει
- νά φεκολίσουμε
- νά φεκολίσετε
- νά φεκολίσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω φεκολίσει
- έχεις φεκολίσει
- έχει φεκολίσει
- έχουμε φεκολίσει
- έχετε φεκολίσει
- έχουν φεκολίσει
Υποτακτική
- νά έχω φεκολίσει
- νά έχεις φεκολίσει
- νά έχει φεκολίσει
- νά έχουμε φεκολίσει
- νά έχετε φεκολίσει
- νά έχουν φεκολίσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα φεκολίσει
- είχες φεκολίσει
- είχε φεκολίσει
- είχαμε φεκολίσει
- είχατε φεκολίσει
- είχαν φεκολίσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω φεκολίσει
- θά έχεις φεκολίσει
- θά έχει φεκολίσει
- θά έχουμε φεκολίσει
- θά έχετε φεκολίσει
- θά έχουν φεκολίσει