EL.png φιλώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • φιλώ
  • φιλείς
  • φιλεί
  • φιλούμε
  • φιλείτε
  • φιλούν

Υποτακτική

  • νά φιλώ
  • νά φιλείς
  • νά φιλεί
  • νά φιλούμε
  • νά φιλείτε
  • νά φιλούν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • φιλώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • φιλούσα
  • φιλούσες
  • φιλούσε
  • φιλούσαμε
  • φιλούσατε
  • φιλούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά φιλώ
  • θά φιλείς
  • θά φιλεί
  • θά φιλούμε
  • θά φιλείτε
  • θά φιλούν

Στιγμιαίος

  • θά φιλήσω
  • θά φιλήσεις
  • θά φιλήσει
  • θά φιλήσουμε
  • θά φιλήσετε
  • θά φιλήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • φίλησα
  • φίλησες
  • φίλησε
  • φιλήσαμε
  • φιλήσατε
  • φίλησαν

Υποτακτική

  • νά φιλήσω
  • νά φιλήσεις
  • νά φιλήσει
  • νά φιλήσουμε
  • νά φιλήσετε
  • νά φιλήσουν
 

Προστακτική

  • φίλησε
  • φιλήστε

Απαρέμφατο

  • φιλήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω φιλήσει
  • έχεις φιλήσει
  • έχει φιλήσει
  • έχουμε φιλήσει
  • έχετε φιλήσει
  • έχουν φιλήσει

Υποτακτική

  • νά έχω φιλήσει
  • νά έχεις φιλήσει
  • νά έχει φιλήσει
  • νά έχουμε φιλήσει
  • νά έχετε φιλήσει
  • νά έχουν φιλήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα φιλήσει
  • είχες φιλήσει
  • είχε φιλήσει
  • είχαμε φιλήσει
  • είχατε φιλήσει
  • είχαν φιλήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω φιλήσει
  • νά έχεις φιλήσει
  • νά έχει φιλήσει
  • νά έχουμε φιλήσει
  • νά έχετε φιλήσει
  • νά έχουν φιλήσει