EL.png κατουρώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • κατουρώ
  • κατουρείς
  • κατουρεί
  • κατουρούμε
  • κατουρείτε
  • κατουρούν

Υποτακτική

  • νά κατουρώ
  • νά κατουρείς
  • νά κατουρεί
  • νά κατουρούμε
  • νά κατουρείτε
  • νά κατουρούν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • κατουρώντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • κατουρούσα
  • κατουρούσες
  • κατουρούσε
  • κατουρούσαμε
  • κατουρούσατε
  • κατουρούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά κατουρώ
  • θά κατουρείς
  • θά κατουρεί
  • θά κατουρούμε
  • θά κατουρείτε
  • θά κατουρούν

Στιγμιαίος

  • θά κατουρήσω
  • θά κατουρήσεις
  • θά κατουρήσει
  • θά κατουρήσουμε
  • θά κατουρήσετε
  • θά κατουρήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • κατούρησα
  • κατούρησες
  • κατούρησε
  • κατουρήσαμε
  • κατουρήσατε
  • κατούρησαν

Υποτακτική

  • νά κατουρήσω
  • νά κατουρήσεις
  • νά κατουρήσει
  • νά κατουρήσουμε
  • νά κατουρήσετε
  • νά κατουρήσουν
 

Προστακτική

  • κατούρησε
  • κατουρήστε

Απαρέμφατο

  • κατουρήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω κατουρήσει
  • έχεις κατουρήσει
  • έχει κατουρήσει
  • έχουμε κατουρήσει
  • έχετε κατουρήσει
  • έχουν κατουρήσει

Υποτακτική

  • νά έχω κατουρήσει
  • νά έχεις κατουρήσει
  • νά έχει κατουρήσει
  • νά έχουμε κατουρήσει
  • νά έχετε κατουρήσει
  • νά έχουν κατουρήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα κατουρήσει
  • είχες κατουρήσει
  • είχε κατουρήσει
  • είχαμε κατουρήσει
  • είχατε κατουρήσει
  • είχαν κατουρήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • νά έχω κατουρήσει
  • νά έχεις κατουρήσει
  • νά έχει κατουρήσει
  • νά έχουμε κατουρήσει
  • νά έχετε κατουρήσει
  • νά έχουν κατουρήσει