ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- κατουρώ
- κατουρείς
- κατουρεί
- κατουρούμε
- κατουρείτε
- κατουρούν
Υποτακτική
- νά κατουρώ
- νά κατουρείς
- νά κατουρεί
- νά κατουρούμε
- νά κατουρείτε
- νά κατουρούν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- κατουρούσα
- κατουρούσες
- κατουρούσε
- κατουρούσαμε
- κατουρούσατε
- κατουρούσαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά κατουρώ
- θά κατουρείς
- θά κατουρεί
- θά κατουρούμε
- θά κατουρείτε
- θά κατουρούν
Στιγμιαίος
- θά κατουρήσω
- θά κατουρήσεις
- θά κατουρήσει
- θά κατουρήσουμε
- θά κατουρήσετε
- θά κατουρήσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- κατούρησα
- κατούρησες
- κατούρησε
- κατουρήσαμε
- κατουρήσατε
- κατούρησαν
Υποτακτική
- νά κατουρήσω
- νά κατουρήσεις
- νά κατουρήσει
- νά κατουρήσουμε
- νά κατουρήσετε
- νά κατουρήσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω κατουρήσει
- έχεις κατουρήσει
- έχει κατουρήσει
- έχουμε κατουρήσει
- έχετε κατουρήσει
- έχουν κατουρήσει
Υποτακτική
- νά έχω κατουρήσει
- νά έχεις κατουρήσει
- νά έχει κατουρήσει
- νά έχουμε κατουρήσει
- νά έχετε κατουρήσει
- νά έχουν κατουρήσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα κατουρήσει
- είχες κατουρήσει
- είχε κατουρήσει
- είχαμε κατουρήσει
- είχατε κατουρήσει
- είχαν κατουρήσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- νά έχω κατουρήσει
- νά έχεις κατουρήσει
- νά έχει κατουρήσει
- νά έχουμε κατουρήσει
- νά έχετε κατουρήσει
- νά έχουν κατουρήσει