EL.png επιστρώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • επιστρώνω
  • επιστρώνεις
  • επιστρώνει
  • επιστρώνουμε
  • επιστρώνετε
  • επιστρώνουν

Υποτακτική

  • νά επιστρώνω
  • νά επιστρώνεις
  • νά επιστρώνει
  • νά επιστρώνουμε
  • νά επιστρώνετε
  • νά επιστρώνουν
 

Προστακτική

  • επίστρωνε
  • επιστρώνετε

Μετοχή

  • επιστρώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • επίστρωνα
  • επίστρωνες
  • επίστρωνε
  • επιστρώναμε
  • επιστρώνατε
  • επίστρωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά επιστρώνω
  • θά επιστρώνεις
  • θά επιστρώνει
  • θά επιστρώνουμε
  • θά επιστρώνετε
  • θά επιστρώνουν

Στιγμιαίος

  • θά επιστρώσω
  • θά επιστρώσεις
  • θά επιστρώσει
  • θά επιστρώσουμε
  • θά επιστρώσετε
  • θά επιστρώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • επίστρωσα
  • επίστρωσες
  • επίστρωσε
  • επιστρώσαμε
  • επιστρώσατε
  • επιστρώσαν

Υποτακτική

  • νά επιστρώσω
  • νά επιστρώσεις
  • νά επιστρώσει
  • νά επιστρώσουμε
  • νά επιστρώσετε
  • νά επιστρώσουν
 

Προστακτική

  • επίστρωσε
  • επιστρώστε

Απαρέμφατο

  • επιστρώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω επιστρώσει
  • έχεις επιστρώσει
  • έχει επιστρώσει
  • έχουμε επιστρώσει
  • έχετε επιστρώσει
  • έχουν επιστρώσει

Υποτακτική

  • νά έχω επιστρώσει
  • νά έχεις επιστρώσει
  • νά έχει επιστρώσει
  • νά έχουμε επιστρώσει
  • νά έχετε επιστρώσει
  • νά έχουν επιστρώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα επιστρώσει
  • είχες επιστρώσει
  • είχε επιστρώσει
  • είχαμε επιστρώσει
  • είχατε επιστρώσει
  • είχαν επιστρώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω επιστρώσει
  • θά έχεις επιστρώσει
  • θά έχει επιστρώσει
  • θά έχουμε επιστρώσει
  • θά έχετε επιστρώσει
  • θά έχουν επιστρώσει