EL.png ωριμάζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ωριμάζω
  • ωριμάζεις
  • ωριμάζει
  • ωριμάζουμε
  • ωριμάζετε
  • ωριμάζουν

Υποτακτική

  • νά ωριμάζω
  • νά ωριμάζεις
  • νά ωριμάζει
  • νά ωριμάζουμε
  • νά ωριμάζετε
  • νά ωριμάζουν
 

Προστακτική

  • ωρίμαζε
  • ωριμάζετε

Μετοχή

  • ωριμάζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ωρίμαζα
  • ωρίμαζες
  • ωρίμαζε
  • ωριμάζαμε
  • ωριμάζατε
  • ωρίμαζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ωριμάζω
  • θά ωριμάζεις
  • θά ωριμάζει
  • θά ωριμάζουμε
  • θά ωριμάζετε
  • θά ωριμάζουν

Στιγμιαίος

  • θά ωριμάσω
  • θά ωριμάσεις
  • θά ωριμάσει
  • θά ωριμάσουμε
  • θά ωριμάσετε
  • θά ωριμάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ωρίμασα
  • ωρίμασες
  • ωρίμασε
  • ωριμάσαμε
  • ωριμάσατε
  • ωρίμασαν

Υποτακτική

  • νά ωριμάσω
  • νά ωριμάσεις
  • νά ωριμάσει
  • νά ωριμάσουμε
  • νά ωριμάσετε
  • νά ωριμάσουν
 

Προστακτική

  • ωρίμασε
  • ωριμάστε

Απαρέμφατο

  • ωριμάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ωριμάσει
  • έχεις ωριμάσει
  • έχει ωριμάσει
  • έχουμε ωριμάσει
  • έχετε ωριμάσει
  • έχουν ωριμάσει

Υποτακτική

  • νά έχω ωριμάσει
  • νά έχεις ωριμάσει
  • νά έχει ωριμάσει
  • νά έχουμε ωριμάσει
  • νά έχετε ωριμάσει
  • νά έχουν ωριμάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ωριμάσει
  • είχες ωριμάσει
  • είχε ωριμάσει
  • είχαμε ωριμάσει
  • είχατε ωριμάσει
  • είχαν ωριμάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ωριμάσει
  • θά έχεις ωριμάσει
  • θά έχει ωριμάσει
  • θά έχουμε ωριμάσει
  • θά έχετε ωριμάσει
  • θά έχουν ωριμάσει