ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ωριμάζω
- ωριμάζεις
- ωριμάζει
- ωριμάζουμε
- ωριμάζετε
- ωριμάζουν
Υποτακτική
- νά ωριμάζω
- νά ωριμάζεις
- νά ωριμάζει
- νά ωριμάζουμε
- νά ωριμάζετε
- νά ωριμάζουν
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ωρίμαζα
- ωρίμαζες
- ωρίμαζε
- ωριμάζαμε
- ωριμάζατε
- ωρίμαζαν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ωριμάζω
- θά ωριμάζεις
- θά ωριμάζει
- θά ωριμάζουμε
- θά ωριμάζετε
- θά ωριμάζουν
Στιγμιαίος
- θά ωριμάσω
- θά ωριμάσεις
- θά ωριμάσει
- θά ωριμάσουμε
- θά ωριμάσετε
- θά ωριμάσουν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ωρίμασα
- ωρίμασες
- ωρίμασε
- ωριμάσαμε
- ωριμάσατε
- ωρίμασαν
Υποτακτική
- νά ωριμάσω
- νά ωριμάσεις
- νά ωριμάσει
- νά ωριμάσουμε
- νά ωριμάσετε
- νά ωριμάσουν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ωριμάσει
- έχεις ωριμάσει
- έχει ωριμάσει
- έχουμε ωριμάσει
- έχετε ωριμάσει
- έχουν ωριμάσει
Υποτακτική
- νά έχω ωριμάσει
- νά έχεις ωριμάσει
- νά έχει ωριμάσει
- νά έχουμε ωριμάσει
- νά έχετε ωριμάσει
- νά έχουν ωριμάσει
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ωριμάσει
- είχες ωριμάσει
- είχε ωριμάσει
- είχαμε ωριμάσει
- είχατε ωριμάσει
- είχαν ωριμάσει
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ωριμάσει
- θά έχεις ωριμάσει
- θά έχει ωριμάσει
- θά έχουμε ωριμάσει
- θά έχετε ωριμάσει
- θά έχουν ωριμάσει